Πέμπτη, Μαρτίου 14, 2024

Χιόνι, Ορχάν Παμούκ

     Είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς ποιος πρωταγωνιστεί σ’ αυτό το πολυεπίπεδο μυθιστόρημα του αγαπημένου συγγραφέα, παρόλο που είναι ξεκάθαρο από την αρχή ότι ο μυθιστορηματικός αφηγητής Ορχάν (προφανώς υποτίθεται ότι είναι ο πραγματικός συγγραφέας) ερευνά και καταγράφει, μέσα από σημειώσεις, την περιπέτεια του φίλου του, Κα, που μετά από δώδεκα χρόνια ως πολιτικός εξόριστος στη Γερμανία, αποφάσισε να επιστρέψει στο χιονισμένο Καρς. Ωστόσο, οι αναφορές στην ποίηση και στο -πολιτικό- θέατρο, στην πολιτική δράση-και-αντίδραση φανατικών ισλαμιστών και κεμαλιστών, στις αυτοκτονίες των κοριτσιών λόγω της μαντίλας, στα τερτίπια του κόσμου των ΜΜΕ, και ακόμα και στο χιόνι που σκηνογραφεί σχεδόν κάθε πλάνο, είναι τόσο έντονες και καθοριστικές, που θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι κυριαρχούν στην αφήγηση και αποτελούν το κέντρο βάρους του μυθιστορήματος. Τέλος, η αναζήτηση της ευτυχίας από τον ήρωά μας, κυρίως μέσα από τον αθεράπευτο έρωτά του προς την Ιπέκ, την οποία ξαναβρίσκει στη γενέτειρά του, είναι το κλειδί της αντιφατικής και μυστηριώδους (για όλους) προσωπικότητάς του.
     Το πρώτο ενικό (ο φίλος τού Κα) επανέρχεται συχνά πυκνά από την αρχή, θυμίζοντάς μας ότι όλη η τριτοπρόσωπη αφήγηση είναι απόρροια των ερευνών που έκανε -τάχαμου- ο Παμούκ με βάση τις σημειώσεις που άφησε πίσω του ο Κα. Το πλήρες όνομα του τελευταίου είναι Κερίμ Αλακούσογλου, αλλά ο ίδιος επιλέγει και απαιτεί να τον φωνάζουν Κα. Έζησε στην εξορία αν και η πολιτική ποτέ δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα. Πραγματικό του πάθος, μοναδική του σκέψη, ήταν η ποίηση. Καθώς οδεύει όμως προς το Καρς, στο Ινσταμπούλ μαθαίνει ότι ο δήμαρχος του Καρς δολοφονήθηκε, πολλά νεαρά κορίτσια αυτοκτόνησαν, κι επομένως μπορεί ο ίδιος, με προσωρινή δημοσιογραφική ταυτότητα, να εμφανιστεί με πρόσχημα ότι έχει την πρόθεση να διερευνήσει τα δύο αυτά θέματα. Άλλωστε, στο Καρς θα συναντούσε και την όμορφη συμφοιτήτριά του, την Ιπέκ, αν και σ’ αυτήν τη φάση ο Κα προτιμούσε να πεθάνει παρά να ερωτευτεί.
     Ο αστικής καταγωγής πρωταγωνιστής (δικηγόρος ο πατέρας, νοικοκυρά η μητέρα, σπίτι με υπηρέτρια κλπ) επιστρέφει στο Καρς γνωρίζοντας ότι η πόλη όπου μεγάλωσε τα τελευταία χρόνια ήταν από τις πιο φτωχές, τις πιο παραμελημένες περιφέρειες της χώρας. Κάποτε η πλούσια μεσοαστική τάξη του Καρς διοργάνωνε χοροεσπερίδες και τελετές, καθότι το Καρς ήταν εμπορικό και στρατιωτικό σταυροδρόμι, ενώ το κατοικούσαν διάφορες εθνότητες (Έλληνες, Ρώσοι, Αρμένιοι, Πέρσες, Γεωργιανοί, Κούρδοι κλπ). Ωστόσο, τώρα η ανεργία και η φτώχεια που αντικρίζει ο Κα είναι σοκαριστική, με κύρια αίτια τη μείωση των συναλλαγών με την Σοβιετική ένωση, την επικράτηση των άτακτων κομμουνιστικών ομάδων και τις πολιτικές εντάσεις με τους Αρμένιους (το κράτος και ο Θεός είχαν ξεχάσει το Καρς). Η ιστορία του Καρς αντανακλά την ιστορία πολλών «παραμεθόριων» περιοχών της πολυεθνικής οθωμανικής αυτοκρατορίας καθώς για μισό αιώνα περίπου έπεσε στα χέρια των Αρμενίων, των Ρώσων και των Άγγλων, ενώ μετά τον Κεμάλ δυτικοποιήθηκε.
     Με γνήσια ποιητική ιδιοσυγκρασία και με φήμη μεγάλου ποιητή, ο ήρωάς μας είναι αγαπητός και πολύ δημοφιλής, ωστόσο δεν έχει μπορέσει να συνθέσει ούτε ένα ποίημα εδώ και τέσσερα χρόνια (οι σιωπές μετά από λίγο καιρό άρχισαν να καταλαμβάνουν τόσο μεγάλο μέρος της ζωής μου, ώστε σταμάτησα να ακούω εκείνο τον τόσο ενοχλητικό θόρυβο με τον οποίο έπρεπε να συγκρουστώ για να γράψω ποίηση). Με το που συνάντησε την Ιπέκ (που δεν την είχε «σκεφτεί» τόσα χρόνια) κεραυνοβολήθηκε από την ομορφιά της (η πραγματική ομορφιά της, τα ελαφρά βαμμένα χείλη της, η χλωμάδα των ματιών της και η αυθόρμητη συμπεριφορά της, που αμέσως δημιούργησε ατμόσφαιρα οικειότητας, αναστάτωσαν τον Κα) και ταράχτηκε σύγκορμος. Γνωρίζοντας ότι έχει πρόσφατα χωρίσει από τον άνδρα της τον Μουχτάρ (πρώην άθεο και μαρξιστή, νυν υποψήφιο δήμαρχο με το κόμμα του Αλλάχ, ή Κόμμα της Ευημερίας, κοινώς ισλαμιστή), ο αναστατωμένος ήρωας δεν χρονοτριβεί και της εκφράζει άμεσα τις προθέσεις του: όχι, δεν ήρθε για να καλύψει τις εκλογές και τις αυτοκτονίες, ήρθε για να την παντρευτεί.
     Την εποχή που ο Κα αποφάσισε να επιστρέψει στο Καρς, η πόλη είναι ένα καζάνι που βράζει: η δολοφονία του κεμαλιστή δήμαρχου και η επιδημία αυτοκτονιών νέων κοριτσιών γιατί δεν τους επιτρέπεται να φορούν τη μαντίλα, αυξάνει τα πολιτικά πάθη και την αντιπαλότητα ανάμεσα στους «λαϊκούς/δημοκράτες» (στους οποίους ανήκε η οικογένεια του Κα στο Ινσταμπούλ), δηλαδή τους κρατικούς/ στρατιωτικούς/ κεμαλιστές, και από την άλλη τους ισλαμιστές- φανατικούς της θρησκείας που διαδίδουν στον κόσμο ότι «για την φτώχεια και την αθλιότητα φταίει που έφυγαν από τον δρόμο του θεού». Η υπόθεση βέβαια μπερδεύεται κι αποκτά κωμικοτραγικό χαρακτήρα, γιατί οι φανατικά θρησκευόμενοι θεωρούν ότι η αυτοκτονία είναι μία από τις μεγαλύτερες αμαρτίες, ενώ οι κοπέλες που αυτοκτονούν φτάνουν σ’ αυτό το σημείο από υπερβολική πίστη στο Ισλάμ (άρα, είναι κρυφά άθεες, χωρίς να το ξέρουν!). Οι αρμόδιοι της ΜΙΤ (μυστικής υπηρεσίας) απ’ την άλλη, ενώ κάποτε δίωκαν τους αριστερούς και τους δημοκράτες τώρα στρέφονται ενάντια στους θρησκευόμενους, οι στρατιωτικοί επίσης υπεραμύνονται της κεμαλικής κυβέρνησης, και μέσα σ’ αυτό το καζάνι δρουν και οι Κούρδοι εθνικιστές. Οι αστυνομικοί παρακολουθούν τους πολίτες, και οι δημοσιογράφοι τους αστυνομικούς!
     Ακόμα πιο μεγάλη σύγχυση δημιουργείται γιατί δεν είναι σαφής ούτε σταθερός ο ρόλος των πρωταγωνιστών σε σχέση με τις πολιτικές αυτές διαφορές, καθότι οι οικογενειακοί δεσμοί ή τα έντονα συναισθήματα πολλές φορές καθορίζουν την στάση τους απέναντι στα πολιτικά δρώμενα. Η Ιπέκ, ας πούμε, είναι «κοσμική» όπως και ο πατέρας της ο Τουργκούτ, ο οποίος δεν είναι θρήσκος αλλά είναι ενάντιος στο κράτος ως παλιός κομμουνιστής· ο πρώην άντρας της Ιπέκ, ο Μουχτάρ, όπως είπαμε ήταν άθεος αλλά προσχώρησε στο Κόμμα της Ευημερίας και τώρα είναι «ριζοσπαστικός ισλαμιστής», υποψήφιος δήμαρχος(!)· η αδερφή τής Ιπέκ, η Καντιφέ, ενώ ως φοιτήτρια ήταν άθεη/άπιστη, έγινε η «πιο σκληροπυρηνική» από τα κορίτσια με μαντίλα, και είναι ερωτευμένη με τον Λατζιβέρτ, τον «διαβόητο ισλαμιστή τρομοκράτη», εκπρόσωπο του «πολιτικού ισλαμισμού». (που, παρεμπιπτόντως ήταν αντίθετος με τις αυτοκτονίες και με την «αντίσταση της μαντίλας»)! Οι οικογενειακοί δεσμοί και το κοινωνικό περιβάλλον διαμορφώνουν επίσης τη στάση των κοριτσιών με τις μαντίλες, εφόσον οι πιέσεις πολλές φορές εκατέρωθεν (να βγάλουν τη μαντίλα ή να μην τη βγάλουν) είναι δυσβάστακτες (αυτό που πραγματικά ξάφνιασε και τρόμαξε τον Κα ήταν το γεγονός ότι οι αυτοκτονίες είχαν εισβάλει στην καθημερινότητα απροειδοποίητα, αθόρυβα, απότομα/ η ζωή περνούσε στον θάνατο με ταχύτητα και απελπισία).
     Η μεταστροφή της τολμηρής και ανεξάρτητης Καντιφέ (σύμφωνα με φήμες, είχε φτάσει στο σημείο να διαφημίζει σαμπουάν για μαλλιά στην τηλεόραση, με ακάλυπτα πόδια και να ειρωνεύεται τις μαντιλοφορούσες) σε αρχηγό των κοριτσιών με μαντίλα δείχνει τη ρευστότητα των ηθών, σε μια πόλη με τόσες αντιφάσεις: η «ειρωνική της περιέργεια», όπως λέει η ίδια, την έφερε κοντά με τις φανατικές συμφοιτήτριές της για να ανακαλύψει ότι η μαντίλα δεν είναι άλλο από πολιτικό σύμβολο, και ότι πολλά κορίτσια αποφάσιζαν να αυτοκτονήσουν από αντίδραση στα αδιάκοπα κηρύγματα του κράτους, των πατεράδων τους, των συζύγων τους και των ιμάμηδων. Καλύπτει λοιπόν κι εκείνη το κεφάλι της από «πολιτική αλληλεγγύη», φυλακίστηκε μάλιστα γι’ αυτό και μετά δεν μπορούσε ηθικά να απαρνηθεί την μαντίλα, που την «μετέτρεψε σε σημαία της καταπιεσμένης μουσουλμάνας», ενώ τελικά προσχωρεί στη θρησκεία λέγοντας: «τώρα ξέρω ότι όσα πέρασα μου τα έστειλε ο Θεός για να βρω τον σωστό δρόμο» (!!!).
     Δολοφονίες, πραξικόπημα, προδοσία
     Μόνο οι πολύ αφελείς ποιητές
μπορούν να είναι ερωτευμένοι
όταν γίνεται επανάσταση
    Ο Κα, ως επαναπατριζόμενος ποιητής, ή μάλλον προσωρινός επισκέπτης της πόλης –αγνός και αμέτοχος- αρχικά είναι προσιτός και αγαπητός σε όλους, επηρεάζεται όμως κι αυτός από τα «εγχώρια πάθη» και παραπαίει ανάμεσα στην αθεΐα και την πίστη στον θεό, παρόλο που η στάση του είναι ουσιαστικά ουδέτερη. Το μόνο που ο ίδιος βέβαια επιδιώκει είναι η ευτυχία, μια κατάσταση στην οποία περιέρχεται συχνά και βέβαια συνδέεται με το άπιαστο όνειρο να πάρει την Ιπέκ στην Φρανκφούρτη, και να γράφει ποιήματα… Έφτασε όμως στην πόλη πέντε μέρες πριν τις εκλογές νέου δημάρχου, και δύο κομβικά επεισόδια τον παγιδεύουν και τον μπλέκουν μέσα στα γρανάζια αυτού του σύνθετου πολιτικού μηχανισμού (κράτος, μυστική αστυνομία (ΜΙΤ), στρατός, ισλαμιστές, κορίτσια με μαντίλα, δημοσιογράφοι, στρατευμένοι καλλιτέχνες): μια δολοφονία, μια στρατευμένη παράσταση που καταλήγει σε πραξικόπημα και οι συνακόλουθες ίντριγκες εγκλωβίζουν τον Κα και, παρόλο που οι αντιθέσεις διευρύνονται ανεξέλεγκτα, εκείνος σαγηνεμένος από την Ιπέκ και το όνειρό τους να φύγουν όταν όλα τελειώσουν, δεν σκέφτεται τίποτα άλλο, μόνο κινείται απερίσκεπτα προς αυτήν την κατεύθυνση, ενώ κάθε τόσο εμπνέεται από τις έκτακτες καταστάσεις και από το χιόνι, που συνοδεύει κάθε σκηνή, και… γράφει ποιήματα.
     Αρχικά είναι παρών στο ζαχαροπλαστείο όταν ισλαμιστές σκότωσαν τον διευθυντή του Εκπαιδευτικού Ινστιτούτου, επειδή ο τελευταίος δεν επέτρεπε στις φοιτήτριες με μαντίλα να παρακολουθούν τα μαθήματα (ο τελευταίος διάλογος του φονιά με το θύμα του είναι συγκλονιστικός, όπως και το εύρημα του Παμούκ για να τον δημοσιοποιήσει). Η παρουσία του Κα εκεί, είναι η αρχή του μίτου που υφαίνεται γύρω του, εφόσον τον οδηγεί στον Μουχτάρ, τον πρώην άνδρα της Ιπέκ και υπ’ αριθμόν 1 ύποπτο για τον φόνο, και οι δύο συλλαμβάνονται από την αστυνομία, αλλά ενώ ξυλοφορτώνουν τον Μουχτάρ, στον Κα συμπεριφέρθηκαν όπως αρμόζει σε έναν διάσημο δημοσιογράφο από την Ινσταμπούλ.
     Το δεύτερο κεντρικό επεισόδιο αφορά την «επαναστατική» παράσταση που ετοιμάζει το πολιτικό θέατρο του Σουνάι Ζαΐμ (ο Κα το θυμάται ήδη από την δεκαετία του 1970), φυσικά στρατευμένο, όπου το κυρίως θεατρικό έργο κηρύσσει πόλεμο κατά της μαντίλας. Πρόκειται για ένα έργο που ανέβηκε ήδη την δεκαετία του ’30 και «αφορούσε το ξύπνημα μιας νεαρής κοπέλας με μαύρο τσαντόρ, που στο τέλος της παράστασης ξεσκεπάζει το κεφάλι της και καίει το τσαντόρ πάνω στη σκηνή». Τότε βέβαια (1940) δεν υπήρχε καμιά κίνηση υπέρ του τσαντόρ, και οι θεατρώνες δυσκολεύτηκαν να προμηθευτούν μάλιστα για τις ανάγκες του έργου.
     Η παράσταση που ετοιμάζει τώρα ο Σουνάι είναι ένα από τα σπουδαία πολιτιστικά δρώμενα της πόλης, με άκρως πολιτικό περιεχόμενο λόγω των εκλογών, και μεταδίδεται από την τηλεόραση ζωντανά. Όπως διέδωσαν οι εφημερίδες, περιλαμβάνει ομιλίες, μύθους, σκηνές από κλασικά έργα, και ένα ποίημα του διάσημου Κα, για το οποίο ο ίδιος δεν είχε… ιδέα, ούτε καν το είχε γράψει ακόμα (το κυνήγι των ειδήσεων ωθεί τους δημοσιογράφους να γράφουν τα γεγονότα πριν αυτά γίνουν!!!)!. Παρόλ’ αυτά συμμετείχε στο τέλος μ’ ένα ποίημα που το εμπνεύστηκε τελευταία στιγμή (απήγγειλε το ποίημα του νεράκι, χωρίς να ζοριστεί καθόλου).
     Οι ομιλίες και τα ποιήματα δεν είναι παρά καρυκεύματα, εφόσον απλώς πλαισιώνουν την θρυλική παράσταση «Πατρίδα ή μαντίλα»! Το πρωτόγονο και «ντεμοντέ» θεατρικό έργο των είκοσι λεπτών είχε τόσο γερή και δραματική δομή, που ακόμα και οι κωφάλαλοι μπορούσαν να τα καταλάβουν όλα. Η συμμετοχή είναι καθολική και ενεργή, η κίνηση όμως της μαντιλοφορεμένης κοπέλας που έβγαλε επιδεικτικά το τσαντόρ, στο τέλος του έργου, χορεύοντας μάλιστα προκλητικά με γυμνά μπράτσα και λαιμό, έχει μοιραίο αποτέλεσμα στο ποικιλόμορφο κοινό (ριζοσπάστες, δημοκράτες, πολιτικούς ισλαμιστές, μαθητές της ιερατικής σχολής) και ακόμα χειρότερα όταν στην σκηνή ανέβηκαν δύο ηθοποιοί που παρίσταναν τους φανατικούς οπαδούς της θεοκρατίας. Όταν πια ο ίδιος ο Σουνάι εμφανίζεται αυτοπροσώπως για να σώσει την κοπέλα από τους θρησκόληπτους βγάζοντας σχετικό λογύδριο υπέρ της δημοκρατίας, η παράσταση καταλήγει σε ακραία επεισόδια με κορύφωση την παρέμβαση στρατιωτών να βαράνε στο ψαχνό μαθητές της ιερατικής σχολής ενώ όλοι αναρωτιούνται αν πρόκειται για αληθινά πυρά…
     Η κατάσταση αποβαίνει χαώδης αν πάρουμε υπόψη ότι οι δράστες είναι όντως δολοφόνοι, τρεις στρατιώτες Τούρκοι εθνικιστές, με αρχηγό τον πρώην κομμουνιστή δημοσιογράφο Ζ. Ντεμίρκολ, που είχε σκοπό να υπερασπιστεί τη σύγχρονη Τουρκική Δημοκρατία από τους Κούρδους αντάρτες και τους «οπαδούς της θεοκρατίας»! Καθώς απομακρύνονται από τον χώρο του θεάτρου συναντούν τον Κα (που είχε φύγει πιο νωρίς γιατί διαπίστωσε με τρόμο ότι κινδύνευε να ξεχάσει το ποίημα που είχε στο μυαλό του) ο οποίος βρίσκεται «στην κοσμάρα του» παρόλο που είναι φανερό ότι η κατάσταση οδηγεί σε πραξικόπημα («επανάσταση»). Το καινούργιο ποίημα που γράφει εκείνο το βράδυ ο Κα λέγεται «Νύχτα επανάστασης», παρόλο που λίγο πριν ομολόγησε στην Ιπέκ ότι δεν τον ενδιαφέρει η πολιτική.
     Τα άρματα μάχης, η απαγόρευση της κυκλοφορίας, τα εθνικιστικά τραγούδια, οι δολοφονίες εκείνης της βραδιάς (μήνες αργότερα, όταν έλιωσαν τα χιόνια, από τα πτώματα που ανακαλύφθηκαν έγινε φανερό ότι εκείνο το βράδυ είχαν διαπραχθεί κι άλλες δολοφονίες) φαίνεται ότι ήταν τόσο συνηθισμένα στην χώρα που ο Κα, με την ιδιόρρυθμη ποιητική του αντίληψη, άρχισε να ονειροπολεί ανάλογες στιγμές του παρελθόντος (ο Κα στα παιδικά του χρόνια αγαπούσε τα στρατιωτικά πραξικοπήματα, τότε όλους τους απασχολούσε ένα κοινό θέμα και όλοι, οι θείοι, οι θειες και οι γείτονες πλησίαζαν ο ένας τον άλλον/ μόλις ακούγονταν εμβατήρια στα ραδιόφωνα και άρχιζε η επιβολή του στρατιωτικού νόμου, τα διαγγέλματα και οι απαγορεύσεις, ο Κα ήθελε να βγαίνει στους άδειους δρόμους). Δεν φαίνεται λοιπόν να πτοείται, αλλά έχοντας στραμμένη την προσοχή του στην εκπλήρωση του μοναδικού του ονείρου (Ιπέκ +ποίηση) μπαίνει όλο και πιο βαθιά στον λαβύρινθο της πολιτικής ζωής: ακολουθεί με νηφαλιότητα τους στρατιώτες στην Ασφάλεια για αναγνώριση του δολοφόνου του διευθυντή του Ινστιτούτου (ήταν αποφασισμένοι να βρουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα τον δολοφόνο, να παρουσιάσουν τη σύλληψή του ως επιτυχία της επανάστασης), στη συνέχεια στο κτίριο της Κτηνιατρικής όπου γίνονταν ανακρίσεις στους συλληφθέντες (το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν πόσο σύντομο είναι το ταξίδι του ανθρώπου σ’ αυτόν τον κόσμο), στο νεκροτομείο για αναγνώριση πτωμάτων (όσο κράτησε η διαδρομή, ο Κα απολάμβανε την ομορφιά των άδειων δρόμων καπνίζοντας το τσιγάρο του).
     Εντωμεταξύ οι συμπλοκές και οι εκρήξεις συνεχίζονται και ο Κα μπαίνει σταδιακά ακόμα πιο βαθιά στο στόχαστρο (το γεγονός ότι ήρθες από τη Γερμανία παραμονές αυτής της επανάστασης, και ότι ήσουν παρών όταν δολοφονήθηκε ο διευθυντής, τους κάνει να σε υποψιάζονται, του λέει εμπιστευτικά ο Σουνάι), κυρίως εξαιτίας των σχέσεών του με τον τρομοκράτη Λατζιβέρτ. Απ’ την άλλη έδωσε την εντύπωση ότι έγινε θρήσκος όταν επισκέφτηκε τον σεΐχη Σααντεττίν εφέντη. Από την σύγχυσή του αυτή επωφελείται ο Σουνάι, που τον εκβιάζει να τους βοηθήσει στη σύλληψη του Λατζιβέρτ, ενώ ο αναμενόμενος χαφιές γίνεται μόνιμος συνοδός πια του Κα (ο Κα ανησύχησε όταν κάποια στιγμή τον έχασε κι άρχισε να τον ψάχνει)!
     Ο τρελός έρωτας όμως του Κα με την Ιπέκ αλλά και η στενή σχέση με τη μυστηριώδη αδερφή της, την Καντιφέ (που είναι κι αυτή ερωτευμένη με τον τρομοκράτη ισλαμιστή και τώρα καταζητούμενο Λατζιβέρτ) τον μπλέκουν ακόμα περισσότερο. Τώρα εκμεταλλεύεται την ουδετερότητά του και η Καντιφέ, η οποία τον φέρνει σε επαφή με τον Λατζιβέρτ! Ο Λατζιβέρτ, πάλι, προτού εξαφανιστεί ζητά από τον Κα την βοήθειά του προκειμένου να γραφτεί ένα άρθρο σε δυτική εφημερίδα που να περιγράφει όλη αυτήν την ανεκδιήγητη πολιτική κατάσταση, με επίκεντρο το χάσμα μεταξύ ανατολής-δύσης (η Δύση θα ανεχτεί μια δημοκρατία των εχτρών της που είναι τόσο διαφορετικοί απ’ αυτήν;)! Είναι φανερό ότι όλοι αυτοί οι αντιτιθέμενοι (Σουνάι, σεΐχης, Καντιφέ/Ιπέκ, Λατζιβέρτ, ακόμα κι ο Μουχτάρ βλέπουν στον Κα τον άνθρωπο κλειδί που θα δώσει τη λύση, ενώ ο Κα σκέφτεται μονάχα τον έρωτα και την ποίηση!
     Το σχέδιο του -καταζητούμενου- Λατζιβέρτ να δημοσιεύσουν σε σοσιαλδημοκρατική εφημερίδα της Γερμανίας άρθρο για την πολιτική κατάσταση της χώρας που να το υπογράφουν ένας παλιός κομμουνιστής, ένας ισλαμιστής και ένας Κούρδος εθνικιστής αναλαμβάνει να το φέρει εις πέρας ο Κα (δεν μπορείς πια από δω και πέρα να παριστάνεις τον αθώο), ένα σχέδιο φιλόδοξο (να πειστούν τα κατάλληλα άτομα, και να εμπιστευτούν ευρωπαϊκή εφημερίδα). Η μυστική συγκέντρωση των κατάλληλων προσώπων (μεταξύ τους και ο πατέρας των κοριτσιών, Τουργκούτ) γίνεται σουρεαλιστική, με πολύ ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις (μου είπαν ότι στη Γερμανία καταλαβαίνουν αμέσως τους Τούρκους… Το μόνο που μπορεί να κάνει κάποιος για να μην τον περιφρονήσουν είναι να αποδείξει ότι σκέφτεται σαν κι αυτούς. Κι αυτό δεν είναι μόνο αδύνατο είναι και ταπεινωτικό), και σπαρταριστές παρατηρήσεις για το τι πρέπει να γραφτεί και πώς (κορυφαία η παρέμβαση του «παθιασμένου νεαρού»: «Δεν είμαστε βλάκες, είμαστε φτωχοί! Αυτό να γράψει η γερμανική εφημερίδα»). Ο Κα αναλαμβάνει το ρίσκο έχοντας πάντα στον νου του την Ιπέκ, με την οποία, έχοντας περάσει στιγμές ανείπωτης ευτυχίας έχουν καταστρώσει σχέδιο απόδρασης στη Γερμανία.
     Αυτά είναι τα κομβικά επεισόδια , αλλά αυτό που αποβαίνει μοιραίο για τον Κα είναι η εξαφάνιση/σύλληψη του Λατζιβέρτ κι η μεγάλη ίντριγκα για να τον απελευθερώσουν (αν στην παράσταση του Σουνάι η Καντιφέ δεχτεί να βγάλει τη μαντίλα, θα τον ελευθερώσουν!). Είναι αξιοσημείωτο ότι στην αρχή δειλιάζει να συμμετάσχει (δεν θέλω να μπλέξω/ίσως επειδή είμαι δειλός/δεν θέλω να γίνω ήρωας. Τα ηρωικά όνειρα είναι η παρηγοριά των δυστυχισμένων/όπως είπα, αυτόν τον καιρό είμαι πολύ ευτυχισμένος). Ο Κα έρχεται σε επαφή με όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα (Σουνάι, Καντιφέ, Λατζιβέρτ, Τουργκούτ κα) έχοντας στον νου του ότι με το τέλος όλης της υπόθεσης, θα φύγει με την Ιπέκ στην Φραγκφούρτη.
     Έτσι, πέρα από την απόλαυση της μαγικής γραφής του Παμούκ, ο αναγνώστης έχειαγωνία για την έκβαση αυτής της ριψοκίνδυνης αποστολής, στην οποία ο ήρωάς μας ισορροπεί πάνω σε τεντωμένο σκοινί. Η προδοσία έρχεται από κει που δεν το περιμένει…
     Έρωτας κι ευτυχία
Είναι δυνατόν, και σε ποιον βαθμό, να καταλάβουμε τον πόνο, τον έρωτα κάποιου;
Ο μυθιστοριογράφος Ορχάν σε ποιο βαθμό μπορεί να δει το σκοτάδι της δύσκολης
και πονεμένης ζωής του ποιητή φίλου του;
     Όλος ο συναισθηματικός κόσμος του Κα περικλείεται σ’ αυτές τις δυο λέξεις –η ευτυχία, το ζητούμενο που το νιώθει σαν γλυκό πόνο στην κοιλιά από τότε που ερωτεύτηκε την Ιπέκ. Σε κάθε στροφή του λαβύρινθου στον οποίο χάνεται ο Κα, ψυχανεμίζεται την ευτυχία που τον περιμένει, ωστόσο είναι ένα συναίσθημα ανάμεικτο με φόβο (θυμήθηκε ότι φοβόταν να ερωτευτεί εξαιτίας του καταστροφικού αυτού πόνου). Η ευτυχία του όταν αντικρίζει την Ιπέκ τον κάνει να θέλει να κλάψει, και ξεχνάει κάθε αγωνία και πόνο που νιώθει κανείς στην αναμονή του αγαπημένου προσώπου. Τι είναι ο έρωτας, είναι μια σκέψη που τον βασανίζει και διατρέχει όλο το βιβλίο (δεν ήθελε να ερωτευτεί για να μοιράζεται επιτέλους τα πάντα; Δεν ήταν έρωτας η επιθυμία να μπορείς να λες τα πάντα;) Ο έρωτας, συνυφασμένος με την πληρότητα, την ικανοποίηση, τον πόνο, τη μοναξιά. Όσοι όμως είχαν ακούσει τον Κα να απαγγέλλει το ποίημα του «Έρωτας» είπαν ότι "πηγή του έρωτα δεν ήταν τόσο η αγάπη όσο οι εντάσεις ανάμεσα στη μοναξιά και την ηρεμία, ή τη σιγουριά και τον φόβο, αλλά και τα ανεξήγητα σκοτάδια".
     Σαράντα περίπου ερωτικά γράμματα, ανεπίδοτα, ανακαλύπτει ο Ορχάν στα πράγματα του Κα, όταν τέσσερα χρόνια μετά, αυτός έχει πια φύγει απ’ τη ζωή (σε κάθε γράμμα αναφερόταν σε μια διαφορετική ανάμνηση από το Καρς, σε μια καινούρια, θλιβερή, πονεμένη λεπτομέρεια σχετικά με τον έρωτά τους).
     Η ευτυχία είναι μια κατάσταση απολύτως συνειδητή στον Κα, αν και συνοδεύεται πάντα από τον φόβο της απώλειας. Ξέρει επίσης ότι υπάρχει κάτι πέρα από την ευτυχία, μια «περιοχή έξω από τον χρόνο και το πάθος». Πέρα από τον έρωτα του προκαλεί ευτυχία το ότι κάθε τόσο η έμπνευση του χτυπάει την πόρτα (επειδή μπορώ και γράφω ποίηση. Επειδή πιστεύω στον θεό)
     Είστε άθεος;
Το χιόνι μού θυμίζει τον θεό
     Η ιδεολογική σύγχυση του Κα έχει τις ρίζες της στις αρχικές του δηλώσεις περί αθεΐας, η οποία όμως σταδιακά αντικαθίσταται από μια μοναχική πίστη στον θεό, μια «προσωπική υπόθεση» που πηγάζει από το αίσθημα έμπνευσης και πληρότητας λόγω του ακατάλυτου έρωτα που νιώθει για την Ιπέκ. Ακόμα όμως κι έτσι, υπάρχουν στιγμές που νιώθει αβέβαιος (ακόμα και τις μέρες που είμαι βέβαιος ότι είμαι άθεος, δεν μου περνά από τον νου να αυτοκτονήσω). Όπως εκμυστηρεύεται στον σεΐχη Σααντεττίν, τον απωθούσε πάντα το τυπικό της θρησκείας (οι κανόνες η μαντίλα) είτε της ανατολικής θρησκείας, είτε της δυτικής (εγώ θέλω έναν Θεό που για να επικοινωνήσω μαζί του δεν θα χρειάζεται να βγάλω τα παπούτσια μου, να φιλήσω κάποιον και να πέσω στα γόνατα).
     Το πρόβλημα της πίστης -καυτό στην διχασμένη κοινωνία του Καρς- έρχεται κι επανέρχεται υπό τη μορφή συζητήσεων με τους εμπλεκόμενους αλλά ο Θεός, αν υπάρχει, για τον Κα είναι «έξω, στην άδεια νύχτα, στο σκοτάδι, στο χιόνι που πέφτει πάνω στις καρδιές των φτωχών».
     Χιόνι και «χιόνι»
Κάθε ζωή είναι σαν νιφάδα του χιονιού
     Το χιόνι και η «σιωπή του χιονιού», το πάλλευκο τοπίο, οι χοντρές νιφάδες που άλλοτε πέφτουν αργά σαν πούπουλα κι άλλοτε οδηγούν σε χιονοθύελλα, είναι το μόνιμο σκηνικό του βιβλίου, και δημιουργεί ποικίλα συναισθήματα στον Κα (όταν χιόνιζε ο Κα ένιωθε πάντα καθαρός μέσα του/εδώ το χιόνι ήταν κουραστικό, πληκτικό, τρομακτικό). Όταν είναι πυκνό νιώθει τη μοναξιά να τον κυριεύει, όταν πέφτει αργά «με μεγάλες χορταστικές νιφάδες» αποπέμπει ηρεμία και σιγουριά, μια κομψότητα που ο Κα την θαύμαζε. Κι όταν πέφτει αργά, σαν να κρέμονται οι νιφάδες στον αέρα (η αίσθηση της βραδύτητας του έδωσε την εντύπωση πως ο χρόνος είχε σταματήσει) ή θυμίζουν ταινία σε αργή κίνηση, ενώ άλλες φορές πέφτουν «αποφασιστικά» δείχνοντας άσπρη και μυστηριακή τη νύχτα.
     Κάθε αναφορά στο χιόνι δίνει μιαν άλλη όψη, γιατί ποτέ δεν είναι ίδιο στα μάτια ενός ποιητή. Δεν είναι τυχαίο που μαζί με τον αφυπνισμένο έρωτά του προς την Ιπέκ, το ακατάπαυστο χιόνι είναι αυτό που διεγείρει τις αισθήσεις, την ευαισθησία και τέλος την ποιητική έμπνευση. Δεν είναι επίσης τυχαίο που ο Κα έδωσε στο ποίημα που απήγγειλε (χωρίς να το έχει γράψει) στο θέατρο Μιλλέτ τον τίτλο «Χιόνι», αλλά έδωσε τον ίδιο αυτόν τίτλο στην συλλογή των 18 ποιημάτων που έγραψε στο Καρς και φύλαγε σ ένα πράσινο τετράδιο. Μάταια έψαξε αργότερα ο φίλος του Ορχάν να βρει το πράσινο τετράδιο (η ιστορία του χαμένου τετραδίου με τα ποιήματα του αγαπημένου μου φίλου έγινε ξαφνικά για μένα μια τελείως διαφορετική ιστορία που ακτινοβολούσε από πάθος), ενώ το μόνο ποίημα που δεν κατέγραψε ήταν εκείνο που απήγγειλε στην παράσταση και υπήρχε μόνο στο αρχείο της τηλεόρασης.
     Ο Κα τη στιγμή της έμπνευσης νιώθει ένα «βαθύ κάλεσμα», σαν να του ψιθυρίζει κάποιος τους στίχους, κι όταν το βρίσκει όμορφο νιώθει μια βαθιά αναστάτωση που την ονομάζει ευτυχία (κι επειδή το έβλεπε όμορφο, έβρισκε εκπληκτικό το υλικό του, την ίδια του τη ζωή). Όταν νιώθει «έτοιμος» για ποίημα, αποφεύγει να μιλάει στους άλλους και, σα μαγεμένος, βλέπει με ευχαρίστηση και αγωνία τους στίχους να ξεδιπλώνονται ο ένας μετά τον άλλον σαν ζωγραφικός πίνακας.
     Ο Κα συγκλονίζεται από την αποκάλυψη της εκπληκτικής συμμετρίας και μοναδικότητας που έχουν οι νιφάδες του χιονιού και ομαδοποιεί τα 18 ποιήματά του με βάση το εξάγωνο Λογική-Φαντασία-Μνήμη Χ2, ενώ δυστυχώς για τον Ορχάν το μόνο που διασώθηκε είναι οι τίτλοι, απλοί κι ενδεικτικοί του περιεχομένου τους, π.χ. Κρυφή συμμετρία, Τα αστέρια και η ανθρωπότητα, Θάνατος από πυροβολισμό, Εκεί που δεν υπάρχει Θεός, Ζήλια, Παράδεισος, Αυτοκτονία και εξουσία κλπ. ενώ στο κέντρο της νιφάδας τοποθέτησε το ποίημα του «Εγώ ο Κα». Διασώθηκαν όμως οι συνθήκες γραφής, που μας τις περιγράφει ο φίλος μυθιστοριογράφος Ορχάν (Παμούκ!).
     Η σχέση μεταξύ της -ζοφερής- πραγματικότητας και της φαντασίας, της α-λήθειας και της ποίησης, της ευτυχίας και της γραφής φαίνεται να απασχολεί βαθιά τον Κα, άλλωστε εκεί πρέπει να βρίσκεται η ουσία των ποιημάτων του. Αληθινή ποίηση και ευτυχία δεν πάνε μαζί, λέει, γιατί ή η ευτυχία θα «σκληρύνει» τον ποιητή, ή η αληθινή ποίηση καταστρέφει την ευτυχία. 
     "Πώς μπορεί ο ποιητής να αγνοεί με ένα κομμάτι του μυαλού του την καταστροφή που συντελείται στον κόσμο;»", αναρωτιέται ο ποιητής που πηγή έμπνευσής του είναι η ευτυχία του έρωτα, η πληρότητα της ζωής. Η απάντηση που έδωσε κάποτε στον Ορχάν ήταν ότι, όταν ο ποιητής έρχεται αντιμέτωπος με δύσκολες αλήθειες,
πρέπει απλώς να περιστρέφεται γύρω απ αυτές, και ότι
η μυστική μουσική αυτής της περιστροφής είναι η τέχνη του
Χριστίνα Παπαγγελή

 

Κυριακή, Φεβρουαρίου 11, 2024

Δρολάπι, Ευάγγελος Αυδίκος

Είμαστε λαθραίοι στη ζωή.
Ξεφύγαμε απ’ τον θάνατο, μας αγνοεί η ζωή.
Ο νόμος μάς εντόπισε, είναι σκληρός όταν θέλει.
Αλλιώς τον περιμέναμε.
Να ανοίξει την πόρτα του σκοταδιού,
να μας δανείσει φως.
     Δυνατό ανεμόβροχο με χαλάζι και πιθανώς καταιγίδα, ομίχλη, σύθαμπο, δυνατή βροχή είναι οι εικόνες που συνοδεύουν σαν σκηνικό την πλοκή αυτού του τρυφερού μυθιστορήματος, αλλά το δρολάπι (υδρολαίλαψ= βρόχινη λαίλαπα) γίνεται και συμβολικό δομικό στοιχείο, εφόσον η ζωή των ηρώων έρχεται «τα πάνω κάτω» σαν χτυπημένη από καταιγίδα, στην σύγχρονη εποχή της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας.
     Η παράξενη τεθλασμένη πορεία των έξι βασικών προσώπων του μυθιστορήματος που η ζωή/τύχη τούς έφερε κάποια στιγμή κοντά, είναι η αφορμή για να ξεδιπλώσει ο συγγραφέας ερωτήματα σχετικά με τη μνήμη, την ταυτότητα, την αξιοπρέπεια, τη μοίρα του ανθρώπου και το «νόημα» να παραμένεις «άνθρωπος». Παράλληλα, καυτά κοινωνικά ζητήματα της πρόσφατης νεοελληνικής ιστορίας (άστεγοι, ρακοσυλλέκτες, νεοφασίστες, φράχτης του Έβρου, ανεμογεννήτριες κ.α.) έρχονται στο προσκήνιο, ή μάλλον, αποτελούν τον καμβά της πλοκής, επισημαίνοντας τις ιδιαίτερες αντιθετικότητες του σύγχρονου κόσμου.
     Αρχικά ο αναγνώστης γνωρίζει την Αρσινόη και τον Λυσίμαχο, ανθρώπους χωρίς… ταυτότητα (τα ονόματά τους είναι συμβατικά/καλύτερα από το όνομα που είχε η καρτέλα ασθενείας τους, Γ1 και Δ1), ή καλύτερα χωρίς παρελθόν, εξαιτίας ενός καθοριστικού αυτοκινητιστικού δυστυχήματος στην Β. Ελλάδα, στην Ασπροβάλτα, που άφησε την μεν Αρσινόη χωρίς καθόλου μνήμη παρελθόντος, τον δε Λυσίμαχο σε αναπηρικό καροτσάκι, με σοβαρότερα προβλήματα υγείας, χωρίς μνήμη αλλά και χωρίς καν τη δυνατότητα ομιλίας. Καθώς το αυτοκίνητο έπιασε φωτιά, όλα τα αρχεία (ταυτότητες, βιβλιάρια κλπ) καταστράφηκαν. Κανένας δεν τους αναζήτησε και κανένας δεν τους αναγνώρισε, ενώ παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τις προσπάθειες της Αρσινόης -βασικά- να προσαρμοστεί μαζί με τον -μάλλον- σύντροφό της σ’ έναν άγνωστο κόσμο, στη Θεσσαλονίκη όπου βρέθηκαν προσωρινά μετά τη νοσηλεία στη ΜΕΘ, με γιατρούς, ψυχολόγο και δικηγόρο. Ενδεικτική των δυσκολιών η πληροφορία του δικηγόρου ότι «το εφετείο απέρριψε την αγωγή» γιατί δεν τους αναγνωρίζει ως άτομα, δεν έχουν ταυτότητα και δεν υπάρχει ληξιαρχική πράξη (δεν έχετε υπόσταση)!
     Ένας άξονας λοιπόν που απολαμβάνει ο αναγνώστης -καθώς οι διαφορετικές προσωπικές ιστορίες των έξι ατόμων πλέκονται αντιστικτικά, ή μάλλον ιμπρεσιονιστικά, με πολλά φλας μπακ και μεταφορές σε διαφορετικούς τόπους- είναι η αναγέννηση των δύο βασικότερων, κατά τη γνώμη μου, ηρώων από το σκοτάδι της πλήρους «ανυπαρξίας» σε μια νέα ζωή. Είναι άλλωστε ο άξονας που συντηρεί το βασικό μυστήριο (ποια είναι η προσωπική τους ιστορία, το παρελθόν τους) αλλά και το ψυχολογικό ενδιαφέρον, πώς δηλαδή μπορούν να επιβιώσουν και να κοινωνικοποιηθούν άτομα «χωρίς υπόσταση», χωρίς μνήμη... (είχε την αίσθηση πως βίωνε μια νέα παιδική ηλικία). Παρακολουθούμε π.χ. τις προσπάθειες των δύο να μάθουν τη νοηματική γλώσσα, ή να βρουν λύση στην σεξουαλική ενόρμηση που έχει ανασταλεί, κλπ κλπ.
     Αρχικά, η έλλειψη χρημάτων προστίθεται στις κινητικές και σωματικές δυσκολίες, αυξάνοντας το άγχος της Αρσινόης, που σήκωσε το βάρος της ευθύνης και για τους δυο. Στο σούπερ μάρκετ δεν μπόρεσε να δουλέψει μόνιμα, λόγω του ότι χωρίς ταυτότητα ήταν ανασφάλιστη· για τον ίδιο λόγο δεν μπόρεσε να την κρατήσει ο Λευτέρης ο ψυχολόγος στο γραφείο του όπου την κάλεσε χαριστικά (θα είστε οι πελάτες μου, αυτό να το έχεις υπόψη/η φράση που αναβόσβηνε σαν το κίτρινο φανάρι, σταθερά κι επανειλημμένα. Είστε λαθραίοι, τους υπενθύμιζε, μην το ξεχνάτε. Υπάρχετε χάρη στην ελεημοσύνη των άλλων. Παρασύρθηκε στο σούπερ μάρκετ, πίστεψε πως δεν διέφεραν. Ήρθε όμως η επίσημη πολιτεία να τους τοποθετήσει εκεί που ανήκαν. Σ’ αυτούς που δεν είχαν ταυτότητα). Μετά από σύντομη θητεία στην κάστα των ρακοσυλλεκτών (τους άρεσε η δουλειά, γνώρισαν νέους φίλους) δέχονται να πάνε στο Κανάλι της ορεινής Λευκάδας, να δουλέψουν στην ταβέρνα των γονιών του Λευτέρη.
     Από το Κανάλι στον Παντοκράτορα της Λευκάδας, κι από κει εκδρομή για κοινωνικούς λόγους (με τη συμβουλή του ψυχολόγου) στα Τζουμέρκα, κι η ζωή τους αρχίζει να παίρνει έναν ρυθμό, αλλά ουσιαστικά να τέμνεται με τη ζωή των άλλων ηρώων/ίδων του μυθιστορήματος. Η γνωριμία με τον Κώστα και την Ρήνα (που παλιά ήταν Ιρένε και στο αφηγηματικό «τώρα» ζει με τον Κώστα), αποβαίνει μοιραία για την εξέλιξη των δύο. Τα Τζουμέρκα άλλωστε, ο Άραχθος ποταμός και οι φουσκονεριές του, είναι ο τόπος όπου διαδραματίζεται ένα άλλο κομβικό επεισόδιο του μυθιστορήματος: καθοριστικό και πραγματικό ιστορικό γεγονός, η κατάρρευση του Γεφυριού της Πλάκας μια θυελλώδη μέρα του Φλεβάρη του 2015[1], όπου μάρτυρες του συνταρακτικού γεγονότος έγιναν ο Κώστας, πάντα ακραία παράτολμος και απρόβλεπτος, και η Αρσινόη που αψήφησε τις επικίνδυνες συνθήκες και τον ακολούθησε στην τρομερή καταιγίδα που φούσκωνε τον Άραχθο και ταρακούναγε τη γέφυρα (η ίδια αργότερα δεν μπορούσε να δώσει απάντηση στην απορία, επικαλέστηκε μια εσωτερική δύναμη, κάτι σαν ανεμόβροχο της ψυχής που την παρέσυρε να επιχειρήσει την έξοδο).
     Ήδη όμως με άλματα στον χώρο και τον χρόνο έχουμε γνωριστεί και με τα υπόλοιπα πρόσωπα: Ο Κώστας έχει καταγωγή από την Ροδόπη από οικογένεια Σαρακατσάνων/βοσκών, και ενώ σπούδασε Νομική στην Κομοτηνή, με την κρίση απολύθηκε από την δικηγορική εταιρεία όπου δούλευε στην Αθήνα και βρέθηκε να ζει άστεγος. Παρακολουθήσαμε τις προσπάθειες να οργανώσει τη ζωή του στους δρόμους (διάβασμα με βιβλία που βρίσκει στα σκουπίδια, πώληση του περιοδικού Σχεδία, υιοθεσία του σκύλου Θαλή) ενώ η συμμετοχή του στο συλλαλητήριο για το μνημόνιο που κατέληξε στην πυρκαγιά στην τράπεζα Marfin σηματοδοτεί την αρχή μιας διαφορετικής πορείας. Γιατί εκεί θα συναντήσει την Ιρένε/Ρήνα η οποία εκεί γνώρισε τον Κώστα κι άλλαξε φύλλο η ζωή της.
     Μα και η Ιρένε έχει μια ανάλογη δαιδαλώδη πορεία στη ζωή της: την πρωτοβλέπουμε ως δημοσιογράφο με εξεζητημένη εμφάνιση (ψηλά τακούνια, κατακόκκινα χείλη κλπ), να αντιμετωπίζει με σνομπισμό την ατημέλητη ερευνήτρια Μίκα αλλά μαθαίνουμε στη συνέχεια (με τον αντιστικτικό τρόπο που αναφέραμε) ότι γεννήθηκε στην Βουλγαρία σε οικογένεια πολιτικού πρόσφυγα (με καταγωγή από την Πίνδο, είχε εκεί σε κάποιο χωριό ένα μικρό σπιτάκι) και τις τραγικές μέρες που πάσχιζε για τον επαναπατρισμό του νεκρού πατέρα της (από την Βουλγαρία) ένιωσε το κύμα του καταναλωτισμού, που είχε βέβαια στερηθεί, να την κατακυριεύει (της άρεσε να περπατάει στους κεντρικούς δρόμους, εκστασιαζόταν με τις λαμπερές βιτρίνες, ένας κόσμος που τον στερήθηκε στη Σόφια/ αν είχε τη δυνατότητα θα φόρτωνε ένα φορτηγό με φορέματα, τσάντες και παπούτσια, να φοράει κάθε μέρα κάτι διαφορετικό, να κερδίσει ό, τι δεν απόλαυσε). Η σύγκρουση με τον ιδεολόγο πατέρα γίνεται αναπόφευκτη αλλά ο θάνατός του ήταν μια λύτρωση (αμέσως όσα την καταπίεζαν χύθηκαν στο πεζοδρόμιο, οι υποχρεώσεις, το δάχτυλο που υψωνόταν απειλητικά). Η συμμετοχή της σε μια εκπομπή ως κόρη πολιτικού πρόσφυγα την οδήγησε σε γραφείο υπουργού ο οποίος την προσέλαβε ως γραμματέα και εκπρόσωπό του, παρέχοντάς της πολύτιμες εμπειρίες. Όταν όμως ο υπουργός στιγματίστηκε κι αποσύρθηκε, για την Ιρένε, που ήταν δημοφιλής πια, άνοιξε η πόρτα προς την δημοσιογραφία. Η δημοσιογραφία είναι ο καινούριος της δρόμος χάρη στον οποίο θα γνωρίσει την Μίκα, και αργότερα τον Κώστα (στην πυρκαγιά στο Μάρφιν) όπου θα αλλάξει ρότα η ζωή της, για άλλη μια φορά. Θα «μετονομαστεί» σε Ρήνα, και δίπλα στον Κώστα θα γίνει πιο απλή και θα έρθει πιο κοντά στη φύση.
     Η Μίκα αμερικανικής καταγωγής με γιαγιά Ελληνίδα, παππού Ιρλανδό (βλέπουμε και την εκεί οικονομική κρίση) και πατέρα Βραζιλιάνο έχει σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο Οχάιο με άριστα και ασχοληθεί στο διδακτορικό της με τη μετανάστευση μεταξύ Λατινικής Αμερικής και ΗΠΑ, ενώ ως μέλος ΜΚΟ δούλεψε μια χρονιά για την προστασία του Αμαζονίου, με λαμπρά αποτελέσματα. Η προϋπηρεσία της αυτή την έκανε το κατάλληλο πρόσωπο για να ταξιδέψει στην Αθήνα, να κάνει έρευνα για τα σύνορα και τη μετανάστευση. Συγκεκριμένα, η ΜΚΟ της νοίκιασε αυτοκίνητο να πάει στον Έβρο, να «στείλει άρθρα» γιατί είχε αρχίσει στην Αμερική να υπάρχει ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για την μετακίνηση προσφύγων και μεταναστών από τις χώρες της Ασίας. Μαζί της θα ταξίδευε η Ιρένε, ως ανταποκρίτρια της ελληνικής εφημερίδας, κι έτσι γνωρίστηκαν.
     Η «ζωντανή Μπίμπι Μπο» λοιπόν, η Ιρένε, που ξεχειλίζει από ενέργεια, που αφηγείται ωραία και υπερασπίζεται με πάθος τις απόψεις της γοητεύει την Μίκα, που είναι απλή, συνεσταλμένη και ατημέλητη, με μοναδικό έρωτα την δουλειά της (είμαστε διαφορετικές, αλλά μ’ αρέσεις, είσαι τυπάκι). Στο κοινό τους ταξίδι, καθώς περνάνε από την Ασπροβάλτα, η Ιρένε θυμάται «κάποιο τρομερό δυστύχημα» στην Ασπροβάλτα, στο πρώτο της ταξίδι στην Ελλάδα από τη Σόφια για τη διπλωματική της εργασία. Το σοκ τότε ήταν τόσο μεγάλο, που η Ιρένε δεν μπόρεσε να συνεχίσει την εργασία της στην Ελλάδα.
     Η μοιραία αυτή σύμπτωση, της παρουσίας της Ιρένε στο δυστύχημα που στέρησε τη μνήμη των δύο ηρώων (Αρσινόης και Λυσίμαχου) θα είναι το τρίτο κομβικό επεισόδιο γύρω από το οποίο χτίζεται το μυθιστόρημα, κι ο υποψιασμένος αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι αυτή η σύμπτωση κρατάει και το κλειδί των αναπάντητων ερωτημάτων.
     Μέσα από τις απλές βιογραφίες των προσώπων βλέπουμε να περνάει η σύνθεση της νεοελληνικής κοινωνίας (πολιτική προσφυγιά, μετανάστευση στην Αμερική, συνέπειες οικονομικής κρίσης, απολύσεις, υποβάθμιση περιβάλλοντος), ενώ καθοριστικό ρόλο παίζει όχι μόνο η έντονη παρουσία της φύσης με τις βροχές και τις φουσκονεριές, τις ομίχλες μέσα κι έξω, τη θάλασσα και τα κύματα, τα δέντρα αλλά και η συντροφιά των ζώων… Η Αρσινόη συνομιλεί με τα σπουργίτια και δένεται με το κοράκι («Αίσωπο») που επισκέπτεται το σπίτι στη Θεσσαλονίκη, ο Κώστας αγαπάει τόσο το κατσικάκι του που σχεδόν διακινδυνεύει τη ζωή του για να το σώσει, ο σκύλος Θαλής είναι μια πολύτιμη συντροφιά του όσο είναι άστεγος. Ίσως αυτός είναι κι ένας εσωτερικός δεσμός των ηρώων, η αγάπη για τη φύση, κι ο λόγος που θα ξαναβρεθούν και οι έξι (στην παρέα έχει προστεθεί κι ο τεχνοκράτης Κρις, ο σύντροφος της Μίκα), πέντε χρόνια μετά την κατάρρευση της γέφυρας, στα Τζουμέρκα, όπου ζουν μόνιμα πια η Ρήνα με τον Κώστα (Ρηνούλα, το δικό μας φως γινόταν όλο και πιο σκούρο στην Αθήνα, είχαν απέλθει τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος, ήρθαμε εδώ για να ξανασυναντήσουμε το φως, το θυμάσαι αυτό;).
     Η εξέλιξη των δυαδικών σχέσεων Ρήνας- Κώστα, Κώστα-Αρσινόης, Μίκας-Ρήνας αλλά και της παρέας στο σύνολό της θα οδηγήσει σε αποκαλύψεις, σε βήματα που οδηγούν στην «αναγνώριση» και ουσιαστικά στην «λύση» και στην κάθαρση. Η Αρσινόη και ο Λυσίμαχος αναδεικνύονται ως θύματα όχι μόνο μιας άτυχης συγκυρίας, αλλά και της κοινωνικής μέγγενης που στραγγαλίζει την ελεύθερη επιλογή της ταυτότητας. Η αποκάλυψη του παρελθόντος τους δεν θα επιλύσει ακριβώς το ζήτημα της ταυτότητας, αλλά θα θέσει επί τάπητος άλλα καίρια επίκαιρα ζητήματα που αφορούν τη ζωή που προχωρά προς τα μπρος.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://www.sansimera.gr/articles/888

Κυριακή, Φεβρουαρίου 04, 2024

Πέδρο Πάραμο, Χουάν Ρούλφο

Το σώμα μου, που έμοιαζε να αιωρείται,
λύγιζε εμπρός στο καθετί,
είχε λύσει τους κάβους του
και ο οποιοσδήποτε μπορούσε να παίξει μαζί του
σαν να’ ταν πάνινη κούκλα.
     Η ψυχή του Μεξικού πάλλεται σ’αυτό το μικρό βιβλίο του ολιγογράφου συγγραφέα, που συντάραξε τους ομότεχνούς του Λατινοαμερικάνους συγγραφείς, όπως τον Κάρλο Φουέντες και τον Γκαρσία Μαρκές. Γραμμένο το 1955, θεωρήθηκε από τους προάγγελους του μαγικού ρεαλισμού, αλλά κατά τη γνώμη μου είναι ένα πολυσήμαντο αφήγημα σε έκταση μεγάλης νουβέλας, που δεν μπορεί να καταταγεί στα γνωστά είδη.
     Πρόκειται για διείσδυση με λέξεις στο συλλογικό ασυνείδητο των λαών που έζησαν στην χώρα του Μεξικού, μια χώρα που χαρακτηρίζεται από απίστευτες αντιθέσεις, παντός είδους, αλλά κυρίως είναι ξεχωριστή για την εξοικείωσή της με τον θάνατο· με τον πόνο, με τη βία, τη φθορά, την αμαρτία, τον φόνο. Η εξοικείωση αυτή, βέβαια δεν κρύβει τίποτα άλλο παρά κατάφαση στη ζωή, στον έρωτα, την κίνηση, την αγάπη. Παράλληλα, ίσως για τον ίδιο λόγο, είναι η χώρα των εξεγέρσεων, των επαναστάσεων, της σκληρής εξουσίας που συγκρούεται με τον αυθεντικό, αρχέγονο, εστιασμένο στον πυρήνα του, άνθρωπο. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο, που το τρίπτυχο έρωτας-εξουσία/επανάσταση-θάνατος ξεδιπλώνεται εδώ μ’ έναν πρωτοφανή τρόπο. Και φυσικά ως έργο αποκτά καθολικότητα, πέρα από τα όρια του Μεξικού.
     Ο αφηγητής, Χουάν Πρεσιάδο, μετά τον θάνατο της μητέρας του επιστρέφει στο χωριό, στην Κομάλα (που παρεμπιπτόντως, σημαίνει «πήλινο σκεύος»), για να βρει και να γνωρίσει τον άγνωστο πατέρα του. Είναι υπόσχεση που έδωσε στην Ντολορίτα πάνω από το νεκροκρέβατό της (τα χρόνια που μας ξέχασε, παιδί μου, καν’ τον να τα πληρώσει ακριβά). Επιστρέφει λοιπόν στον τόπο της μητέρας του -η οποία λαχταρούσε μια ζωή να τον ξαναδεί- έναν τόπο με πρασινοκίτρινες πεδιάδες κατάσπαρτο με καλαμπόκι, ένα χωριό «που μυρίζει χυμένο μέλι» (μου έδωσε τα μάτια της για να βλέπω). Στον δρόμο του ερχόμενος από την Σαγιούλα συναντά τον «ονηλάτη» Αμπούνδιο, που του εκμυστηρεύεται ότι είναι κι εκείνος γιος του Πέδρο Πάραμο (τον χαρακτηρίζει μάλιστα «ζωντανή μνησικακία»), κι ότι η Κομάλα βρίσκεται πάνω στη χόβολη της γης, στο στόμα ακριβώς της Κόλασης. Τον πληροφορεί ότι ο Πέδρο Πάραμο, ιδιοκτήτης/εκμεταλλευτής μιας τεράστιας έκτασης, έχει ήδη πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια. Ο Αμπούνδιο συνοδεύει λοιπόν τον σύγχρονο Τηλέμαχο μέχρι την είσοδο του χωριού.
     Μέχρι αυτό το σημείο μπορεί ο αναγνώστης να μιλήσει για σχετική γραμμικότητα στην αφήγηση. Γιατί στη συνέχεια, καθώς μπαίνει «σ’ αυτό το χωριό χωρίς θορύβους», σ’ αυτόν τον τόπο τον άνυδρο (σε αντίθεση με τον τόπο που περιέγραψε η μητέρα του) με τα αγριόχορτα να έχουν πλημμυρίσει τα άδεια σπίτια, και συναντά την πρώτη γυναίκα -την Εδουβίχες Διάδα- που σαν ψυχοπομπός θα τον οδηγήσει πιο βαθιά στον κόσμο της Κομάλα, ο Χουάν ουσιαστικά εισχωρεί στον κόσμο των ψυχών, τον άχρονο, τον κυκλικό, όπου οι αναμνήσεις είναι ζωντανές και ισχύουν ταυτόχρονα (θυμήθηκα τι μου είχε πει η μητέρα μου. Εκεί θα με ακούς καλύτερα. Θα είμαι πιο κοντά σου. Θα νιώσεις πιο κοντά σου τη φωνή των αναμνήσεών μου από εκείνη του θανάτου μου, αν βέβαια ο θάνατος είχε ποτέ φωνή).
     Δεν αντιλαμβάνεται βέβαια αμέσως ο αναγνώστης αυτήν την σταδιακή μετάβαση, και προσωπικά εκνευρίστηκα προσπαθώντας να καταλάβω ποιος μιλάει, σε ποιον γίνεται αναφορά, πώς συνδέονται τα πρόσωπα και τα γεγονότα. Άλλωστε την ίδια αμηχανία φαίνεται να νιώθει κι ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής (πίστεψα πως η γυναίκα αυτή ήταν τρελή. Ένιωθα σαν να βρισκόμουν σ’ έναν άλλον κόσμο και αφέθηκα να παρασυρθώ), όταν η Εδουβίχες του λέει με φυσικότητα ότι επικοινώνησε μόλις πριν με τη μητέρα του, που εκείνος όμως την είχε αφήσει πριν λίγες μέρες νεκρή. Με την ίδια άλλωστε φυσικότητα του λέει ότι κι ο Αμπούνδιο είναι νεκρός. Το να βασανίζεις λοιπόν τον αναγνώστη υποχρεώνοντάς τον να γυρίζει μπρος πίσω τις σελίδες για να καταλάβει τι συμβαίνει, είναι σαδιστικό και δείγμα κακής γραφής. Όταν δεν υπάρχει λόγος, φυσικά.
     Εδώ όμως υπάρχει λόγος, και όλα φαίνεται να προχωρούν «κατά το εικός και αναγκαίον», γιατί η επιφανειακή αυτή σύγχυση έχει λειτουργικότητα. Γιατί ο Χουάν Πρεσιάδο εισέρχεται στον κόσμο «του εσχάτου», όπου οι άνθρωποι, νεκροί ή ζωντανοί, είναι απογυμνωμένοι από το περιστασιακό, και επικοινωνούν με την «ουσία» τους. Το ίδιο περίπου συμβαίνει και με την αρχαία ελληνική τραγωδία, κι έτσι δεν είναι υπερβολικός ο Μαρκές όταν συγκρίνει τον Χουάν Ρούλφο με τον Σοφοκλή, στην εισαγωγή του βιβλίου. Τα γεγονότα δεν είναι γραμμικά, περιστασιακά συμβάντα, αλλά εκφράζουν πνευματικές σχέσεις και ο χρόνος στην αφήγηση αποκτά διαφορετική διάσταση. Για την ακρίβεια, ακολουθώντας τη ροή μιας συνείδησης, αυτήν του -ζωντανού ακόμα- Χουάν καθώς προσλαμβάνει την Πραγματικότητα/Αλήθεια της πόλης της καταγωγής του και των προγόνων του, μπαίνουμε σε ένα είδος «ταυτοχρονίας», όπως ακριβώς ταυτόχρονες είναι και οι αναμνήσεις των εμπειριών. Ή καλύτερα, α-χρονίας. Όπως γράφει και η μεταφράστρια Έφη Γιαννοπούλου στην εισαγωγή, «Το Πέδρο Πάραμο είναι ένα βιβλίο αρκετά δύσκολο εξαιτίας της ιδιαίτερης δομής του, της πολυφωνίας του, των διασταυρούμενων αφηγήσεων που το αποτελούν. Διάλογοι μέσα σε άλλους διαλόγους ή μονολόγους, σκέψεις και ονειροπολήσεις».
     Ως αναγνώστρια συνειδητοποίησα αυτήν τη λειτουργία των θραυσματικών επεισοδίων στην σελίδα 65 όπου η Εδουβίχες ρωτά τον ήρωά μας «Άκουσες ποτέ το παράπονο ενός πεθαμένου;», για να πάρει βέβαια αρνητική απάντηση. Όπως ακριβώς επισημαίνει στο καταπληκτικό επίμετρο ο Κάρλος Φουέντες: «Όταν ο χρόνος κάποιων λέξεων -«Τόσο το καλύτερο για σένα, γιε μου, τόσο το καλύτερο»- επιστρέφει λίγες σελίδες μετά την πρώτη εκφορά τους, καταλαβαίνουμε ότι αυτές οι λέξεις δεν χωρίζονται από τον χρόνο αλλά ότι είναι στιγμιαίες και μόνο στιγμιαίες· δεν έχει συμβεί τίποτα ανάμεσα στη σελίδα 65 και τη σελίδα 77. Ή μάλλον: ό, τι έχει συμβεί έχει συμβεί ταυτόχρονα». Από την στιγμή που αντιλαμβάνεσαι την διαφορετική αυτή διάσταση, που υποβάλλεται κι από την ποιητικότητα του κειμένου -ιδιαίτερα στις περιγραφές των τοπίων-, η βασανιστική ανάγνωση γίνεται απόλαυση, καθώς ξεδιπλώνονται οριακές αν και «ξεκάρφωτες» σκηνές-στιγμιότυπα του τρίπτυχου εξουσία-έρωτας-θάνατος. Κι αυτές οι οριακές καταστάσεις ενσαρκώνονται με διαφορετικό τρόπο στους χαρακτήρες που συναντά ο Χουάν. Η Εδουβίχες, φίλη της Ντολορίτας (λίγο έλειψε να είμαι η μητέρα σου), δίνει φιλοδωρήματα στον Αμπούνδιο για τους ταξιδιώτες που της φέρνει (είναι ένα είδος πόρνης) έχει όψη μαραμένη, και πρόσωπο διάφανο σαν να μην είχε αίμα. Αργότερα ο Χουάν θα μάθει ότι η Εδουβίχες έχει ήδη αυτοκτονήσει μετά από μια σπαταλημένη αμαρτωλή ζωή, ενώ η απόκοσμη κραυγή της που τον αναστατώνει μετά τον ύπνο (όχι δεν ήταν δυνατόν να υπολογίσω το βάθος της σιωπής που γέννησε αυτή η κραυγή. Λες και η γη είχε αδειάσει από αέρα/σαν να σταμάτησε μέχρι κι ο θόρυβος της συνείδησης) συγχέεται με την κραυγή του Τορίμπιο Αλντρέτε που τον δολοφόνησαν ο άνθρωποι του Πέδρο στον ίδιο δωμάτιο πριν πολύ καιρό…
     Τον ρόλο της προπομπού για τον Χουάν μετά την Εδουβίχες τον αναλαμβάνει η Νταμιάνα Σισνέρο, η γυναίκα που τον φρόντιζε όταν γεννήθηκε. Βλέπουμε λοιπόν έντονο το γήινο, φροντιστικό θηλυκό στοιχείο με τη μορφή της Εδουβίχες, στη συνέχεια της Νταμιάνα και παρακάτω της γριάς Ντοροτέα, επίσης νεκρής, που οδηγούν τον Χουάν στον παράξενο κόσμο τους. Η Ντοροτέα -που κουβαλάει πάντοτε ένα πανί στριμμένο μέσα στη μαντίλα της και το νανουρίζει λέγοντας ότι είναι το μωρό της- άλλωστε, είναι αυτή που θα περιμαζέψει τον κοκαλωμένο Χουάν (ναι, Ντοροτέα, με σκότωσαν τα μουρμουρητά). Άλλωστε, μια αμαρτωλή γυναίκα (που πλαγιάζει με τον αδερφό της) είναι κι αυτή θα τον οδηγήσει στον θάνατό του.
     Ο αναγνώστης, λοιπόν, μια πιάνει και μια αφήνει το υποτυπώδες γραμμικό νήμα της «αφήγησης» που έχει ως άξονα την είσοδο του Χουάν στο χωριό. Γιατί καθώς το νεκρικό στοιχείο γίνεται όλο και πιο έντονο (ετούτο το χωριό είναι γεμάτο αντίλαλους. Μοιάζουν σαν φυλακισμένοι στις ρωγμές των τοίχων ή κάτω απ’ τις πέτρες. Σαν περπατάς, νιώθεις ότι ακολουθούν τα βήματά σου) παρεμβάλλονται «άλματα» στον χρόνο που μας απομακρύνουν από τον βασικό ήρωα, ενώ παίρνουμε γεύση των βασικών προσώπων, ζωντανών και νεκρών:
     Είναι ο Μιγέλ, γιος του Πέδρο (εξίσου κάθαρμα με τον πατέρα του), ή μάλλον το φάντασμα του Μιγέλ, που τριγυρνά στο χωριό αναζητώντας «την κοπέλα που του πήρε τα μυαλά». Μόνο που είναι πεθαμένος- ενώ το άλογό του απαρηγόρητο τριγυρνάει από τις τύψεις, γιατί ακόμα και τα ζώα το καταλαβαίνουν όταν κάνουν κάποιο έγκλημα. Η είδηση του θανάτου του Μιγέλ έρχεται κι επανέρχεται στο βιβλίο, ιδωμένη μέσα απ’ τα μάτια του Πέδρο, του πατέρα Ρεντερία, των χωρικών.
     Είναι ο πατήρ Ρεντερία που δέχεται όλες τις εξομολογήσεις των γυναικών που πήγαν με τον Πέδρο Πάραμο· που δεν μπορεί να ξεπεράσει το μίσος του για τον εγκληματία γιο του Πέδρο, τον Μιγέλ (Ρεντερία: κι έπειτα μάκρυνε το χέρι της κακίας του μ’ αυτόν το γιο που απόκτησε) αυτόν τον ανάλγητο εγωιστή, που σκότωσε τον αδερφό του Ρεντερία και βίασε την ανιψιά του. Ο πατέρας βασανίζεται από τις τύψεις γιατί δεν μπορεί να δώσει άφεση στον νεκρό (όλα αυτά γίνονται από δικό μου σφάλμα, από τον φόβο μου μην συγκρουστώ μ’ αυτούς που με στηρίζουν). Ακόμα κι όταν ο ίδιος ο Πέδρο τον δωροδοκεί για να εξαγοράσει τη σωτηρία της ψυχής του γιου του, εκείνος ουσιαστικά αρνείται: όσο για μένα Κύριε, έρχομαι εδώ στα πόδια σου να σου ζητήσω το δίκαιο ή το άδικο που όλοι έχουμε το δικαίωμα να ζητάμε… από πλευράς μου, καταδίκασέ τον Κύριε. Είναι ίσως το τραγικότερο πρόσωπο γιατί παλεύει με τη συνείδησή του, γιατί «νιώθει κακός άνθρωπος» (Ήθελε να τους απαντήσει «εγώ, εγώ είμαι ο νεκρός». Αρκέστηκε όμως να χαμογελάσει). Αποκορύφωμα, όταν κι ο συνάδελφός του ιερέας της Κόντλας αρνείται να του δώσει άφεση.
     Είναι ο Λούκας, ο πατέρας του Πέδρο, που τον γιο του τον θεωρεί «άχρηστο, έναν τεμπέλη ολκής» (μου βγήκε σκάρτος, τι τα θες Φουλγόρ) και που τον σκότωσαν όσο ο Πέδρο ήταν ακόμη νεαρός (-Σκότωσαν τον πατέρα σου.-Κι εσένα ποιος σε σκότωσε, μητέρα;).
     Μα κεντρικό βέβαια πρόσωπο είναι ο Πέδρο Πάραμο, ο ηγεμόνας, ο πανίσχυρος, ο βιαστής, ο αδίστακτος (περισσότερο απ’ τον πατέρα του), με δεξί του χέρι τον διαχειριστή Φουλγόρ αλλά και τους επιστάτες του (ποιοι νόμοι, Φουλγόρ, τους νόμους από δω και πέρα τους φτιάχνουμε εμείς). Αποκτά δύναμη με βάρβαρους τρόπους, μη διστάζοντας να αφανίσει όσους μπαίνουν εμπόδιο στον δρόμο του, π.χ. αυτούς στους οποίους χρωστάει. Δεν είναι τυχαίο ότι το όνομα σημαίνει «άνυδρος τόπος» (ο Πέδρο Πάραμο σκόρπισε τόσο θανατικό αφού σκότωσαν τον πατέρα του, που λένε ότι σχεδόν ξεπάστρεψε όλους όσοι ήταν παρόντες στον γάμο όπου ο δον Λούκας Πάραμο θα γινόταν κουμπάρος). Γυναικάς, με διάφορους γιους από τους οποίους για άγνωστους λόγους αναγνώρισε μόνο τον Μιγέλ. Χρωστά παντού και λύνει τα προβλήματά του είτε με δολοφονίες είτε με… γάμο (έτσι παντρεύτηκε την μητέρα του Χουάν, εγκαταλείποντάς την σχεδόν αμέσως).
     Ο Πέδρο Πάραμο ξέρει να χειρίζεται τους επαναστάτες και να βρίσκεται πάντα με το μέρος των νικητών. Όπως γράφει ο Φουέντες στο επίμετρο, είναι η εκδοχή του παραδοσιακού τυράννου του Χαλίσκο (γενέτειρα του Ρούλφο)/μια μικρογραφία Καίσαρα που χειραγωγεί όλες τις πολιτικές δυνάμεις, αλλά ταυτόχρονα είναι αναγκασμένος να κάνει παραχωρήσεις. Χειρίζεται με επιδεξιότητα τις διάφορες αντιμαχόμενες επαναστατικές ομάδες (π.χ. συνεργάστηκε με τους επαναστάτες που σκότωσαν τον Φουλγόρ δίνοντας χρήματα και άντρες με αρχηγό τον Δαμάσιο, κι όταν αυτοί ηττήθηκαν, απάντησε στον Δαμάσιο με φλεγματικό τρόπο «Γιατί δεν πας μαζί τους; σου το έχω πει, πρέπει να είσαι με τους νικητές», ενώ για να λύσει τα προβλήματα του εφοδιασμού τον συμβουλεύει να κάνει πλιάτσικο!).
Μια γυναίκα που δεν ήταν του κόσμου τούτου
     Ωστόσο, στην πρώτη μας επαφή με τον Πέδρο Πάραμο βλέπουμε την ευάλωτη πλευρά του: είναι ακόμα μικρό παιδί, και ονειρεύεται επίμονα κι αδιάκοπα την Σουσάνα. Απίστευτα λυρικές αποστροφές εσωτερικού μονόλογου που απευθύνονται στην παράξενη αυτή γυναίκα διανθίζουν την σκοτεινή, άνυδρη, νεκροφιλική αφήγηση (σκεφτόμουν εσένα, Σουσάνα. Τους πράσινους όχθους. Όταν πετούσαμε αϊτούς την εποχή των ανέμων/εσένα θυμόμουν. Όταν ήσουν εκεί και με κοιτούσες με τα γαλαζοπράσινά σου μάτια/τη μέρα που έφυγες κατάλαβα ότι δεν θα σε ξανάβλεπα/κάθε μου σκέψη ήταν μια σκέψη για σένα, Σουσάνα). Με παρόμοιες αναφορές μαθαίνουμε ότι η Σουσάνα, παρόλο που αφού χήρεψε δέχτηκε να σμίξει με τον Πέδρο, έφυγε, κι ότι δεν θα την ξανάβλεπε (ήσουν βαμμένη κόκκινη απ’ τον ήλιο του απογεύματος, από το ματωμένο σούρουπο του ουρανού. Χαμογελούσες).
     Θραύσματα χρόνου μάς μιλούν για τη Σουσάνα, αυτήν την αλλοπαρμένη ύπαρξη που όταν ήταν παιδί ο πατέρας της ο Μπαρτολομέ έριξε μέσα σε καταπακτή για να ψαρέψει μια νεκροκεφαλή (τότε εκείνη έχασε τις αισθήσεις της και δε συνήλθε παρά πολλές μέρες μετά μέσα στην παγωνιά, μέσα στα παγωμένα βλέμματα του πατέρα της). Η Σουσάνα πενθεί για τον νεκρό σύζυγό της τον Φλορένσιο (κύριε, δεν υπάρχεις! Σου ζήτησα την προστασία Σου γι’ αυτόν. Αλλά εσύ νοιάζεσαι μόνο για τις ψυχές. Κι αυτό που θέλω εγώ απ’ αυτόν είναι το σώμα του. Γυμνό και ζεστό από έρωτα· να βράζει από πόθους· να πνίγει το τρέμουλο στα στήθη και στα μπράτσα μου/περάσαμε λίγον καιρό πολύ ευτυχισμένοι, Φλορένσιο). Η Σουσάνα στριφογυρίζει ανήσυχη απ’ τα όνειρά της ενώ ο Πέδρο την παρακολουθεί χωρίς να μπορεί να την παρηγορήσει. Είναι παρών και στη στιγμή που εκείνη ξεψυχάει (είδε τα μάτια της σφιχτοκλεισμένα όπως όταν νιώθει κανείς εσωτερικό πόνο). Αλλού η Σουσάνα νεκρή κι αυτή, μιλά για τη νεκρή μητέρα της, και τα μουρμουρητά φτάνουν στον έκπληκτο Χουάν, που αρχίζει να καταλαβαίνει, ότι οι νεκροί (ή οι μελλοθάνατοι) είναι αυτοί που ακούν τους νεκρούς.
     Η Σουσάνα για τον Πέδρο είναι «εκεί που δεν φτάνουν τα λόγια του», «το πιο αγαπημένο του πλάσμα πάνω στη γη», για χάρη της θα έφευγε από ετούτη τη ζωή φωτισμένος απ’ την εικόνα που θα έσβηνε όλες τις άλλες αναμνήσεις, κι ας είχε φύγει μακριά. Είναι η ραγισματιά, η ρωγμή, η υπέρβαση κάθε βεβαιότητας, ο απόλυτος σεβασμός, η απόλυτη αποδοχή, ο απόλυτος πόθος (περίμενα τριάντα χρόνια να γυρίσεις, Σουσάνα. Περίμενα μέχρι να τα αποκτήσω όλα. Όχι μονάχα κάτι, αλλά όλα όσα μπορεί να αποκτήσει κανείς ώστε να μη μας μένει πια κανένας πόθος, παρά μονάχα ο δικός σου, ο πόθος για σένα). Όταν πια επιστρέφει, ανήσυχη, άρρωστη, τρελή, ο Πέδρο γίνεται σιωπηλός μάρτυρας των τελευταίων ημερών, των τελευταίων σπασμών, χωρίς να κάνει αισθητή την παρουσία του.
     Τόσο πολύ την αγάπησε, εκμυστηρεύεται η Ντοροτέα στον Χουάν, που πέρασε τη ζωή του σωριασμένος σε μια πολυθρόνα, κοιτάζοντας τον δρόμο απ’ όπου την είχαν πάει στο κοιμητήρι. (…) Από τότε η γη έχει μείνει χέρσα και για να λέμε την αλήθεια ρήμαξε (…) Τα χρόνια πέρναγαν κι αυτός έμενε ζωντανός, πάντα εκεί, σαν σκιάχτρο απέναντι απ’ τη γη της Μέδια Λούνα.
Ήχοι, εικόνες και σιωπές
Η δόνηση τούτης της αρχαίας γης που αποδιώχνει το σκοτάδι της
     Είναι εντυπωσιακή η συμμετοχή των αισθήσεων σ’ αυτό το άνυδρο, παγωμένο και μακάβριο τόπο όπου μας οδηγεί ο Χουάν Ρούλφο, σ’ αυτό το «πήλινο σκεύος», την Κομάλα. Εικόνες ανεξίτηλες, εκφρασμένες με απαράμιλλη ποιητικότητα στα μέρη όπου δεν υπάρχουν διάλογοι. Σύννεφα θρυμματισμένα από τον άνεμο που έρχεται και παίρνει τη μέρα· ο αυγουστιάτικος αέρας φυσάει ζεστός, δηλητηριασμένος από τη σάπια μυρωδιά του σαπουνόχορτου· ο γκρίζος μολυβένιος ουρανός που ακόμα δεν είχε ξανοίξει απ’ το φως του ήλιου, ένα φαιοκίτρινο φως· ουρανοί με αστέρια, με φεγγάρι, άλλοτε μεγάλο, άλλοτε θλιβερό, άλλοτε «παραμορφωμένο»· βροχή, σταγόνες, σμήνη από πουλιά, φως διάχυτο, φως γαλάζιο, φως σκοτεινό.
     Σ’ αυτήν την «έρημη χώρα», σ' αυτόν τον «τόπο χωρίς θορύβους» όπου μπήκε ο Χουάν, ακούει τα «κούφια βήματά του» πάνω στις στρογγυλές πέτρες, σταγόνες από καθαρό νερό να πέφτουν πάνω στο λαγήνι, πόδια που γδέρνουν το πάτωμα. Είναι ένα χωριό σιωπηλό γεμάτο αντίλαλους γι’ αυτούς που μπορούν ν’ ακούσουν (δεν ακούς; Δεν ακούς πώς στριγγίζει η γη;/σου λέω πως θα τα’ χανες αν άκουγες αυτό που ακούω). Είναι οι ήχοι των πεθαμένων, οι φωνές των νεκρών όπως διαπιστώνει ο Χουάν καθώς προχωρά κι ο ίδιος προς τον θάνατο (η αδερφή μου τριγυρνάει ακόμα σ’ αυτόν τον κόσμο. Γι’ αυτό μη φοβηθείς άμα ακούσεις πιο πρόσφατους αντίλαλους/ακούς τριξίματα. Γέλια. Γέλια τόσο παλιά πια, σαν κουρασμένα να γελάνε. Φωνές λιωμένες ήδη απ’ την χρήση). Μουρμουρητά (λες κι οι φωνές βγαίνουν από κάποια χαραμάδα), ψίθυροι, βόμβοι, γουργουρητά, μουγκρητά, βγαίνουν θαρρείς από τα έγκατα της γης κάθε τόσο υπογραμμίζοντας το γήινο, θηλυκό στοιχείο. Είναι η «ζωντανή βουή του χωριού», η βουή της γης, ο αέρας, το σιγανό ψιλόβροχο, σκηνικά αυτού του «τοπίου θανάτου» προορισμένο για τις αμαρτωλές ψυχές που δεν μπορούν να αναπαυτούν.
Το στόμα μου είναι γεμάτο χώμα
     Σκόρπιες και θραυσματικές είναι και οι αναφορές του επιθανάτιου σπασμού, του επερχόμενου θανάτου. Ο Χουάν ζητάει να κοιμηθεί…. Στον ύπνο του σπαρταράει (σίγουρα είναι κάποιος που τον βαραίνουν πολλοί θάνατοι). Όταν πλαγιάζει με την παράξενη γυναίκα, το σώμα εκείνης της γυναίκας είχε γίνει από χώμα, τυλίχτηκε σε κρούστες από χώμα, και διαλυόταν σαν να έλιωνε μέσα σε μια λακκούβα λάσπης. Αφηγείται ο ίδιος πως δεν υπήρχε αέρας, ότι είδε κάτι που «έμοιαζε με αφράτα σύννεφα» και χάθηκε μέσα στην ομίχλη του (αυτό ήταν το τελευταίο που είδα).
     Πρωτοπρόσωπη είναι και η αφήγηση της Σουσάνα ως πεθαμένης καθώς θυμάται τη μέρα θανάτου της μητέρας της (μήπως δεν ήταν χαρούμενο εκείνο το πρωί;), χαρίζοντάς μας εκπληκτικές σελίδες πενθητικού/λυτρωτικού στοχασμού. Κι όταν έφτασε η ώρα να εγκαταλείψει πια η ίδια τη ζωή, με την στενή παρουσία της Χουστίνα (της γυναίκας που τη μεγάλωσε, πάλι έντονο το μητρικό στοιχείο) αλλά και του αόρατου, σιωπηλού Παράμο, οραματίζεται το ίδιο της το σώμα να βουλιάζει στην ζεστή άμμο, την θάλασσα να την αγκαλιάζει (τότε βυθίζομαι σ’ αυτήν ολόκληρη. Παραδίνομαι σ’ αυτήν, στο δυνατό παλμό της, στη γλυκιά της κατοχή). Συγκλονιστικά είναι τα λόγια που την βάζει ο πατήρ Ρεντερία να επαναλάβει (το σάλιο μου αφρίζει· μασάω σβόλος χώμα γεμάτους σκουλήκια που μου κλείνουν σαν κόμπος τον λαιμό και γδέρνουν τα τοιχώματα του ουρανίσκου μου/η μύτη μαλακώνει. Η ζελατίνα των ματιών λιώνει κλπ κλπ) ενώ τον θάνατο της Σουσάνα ακολουθεί ένα τριήμερο αδιάκοπης καμπανοκρουσίας που καταλήγει σε ξέφρενο πανηγύρι, με μεθύσια, χορούς, κοκορομαχίες…
     Μόνο ο Πέδρο Πάραμο δεν μιλούσε. Δεν έβγαινε απ’ το δωμάτιό του. Ορκίστηκε να εκδικηθεί την Κομάλα.
     -Θα σταυρώσω τα χέρια μου και η Κομάλα θα πεθάνει από την πείνα.

Πέδρο Πάραμο
Για χάρη της θα έφευγε από ετούτη τη ζωή
φωτισμένος απ’ την εικόνα που θα έσβηνε όλες τις άλλες αναμνήσεις

     Όχι, δεν την γνώριζε, ούτε έμαθε ποτέ «ποιος ήταν ο κόσμος της Σουσάνας». Ο Πέδρο Πάραμο κάθισε σε μια παλιά πολυθρόνα και δεν κοιμόταν πια. Αναπολούσε μόνο ξανά και ξανά την τελευταία στιγμή που είδε την Σουσάνα να φεύγει. Έτσι καθισμένος στην πολυθρόνα χάνει σταδιακά την αίσθηση από ένα ένα τα μέλη του σώματός του. Το αριστερό χέρι που πέφτει άψυχο στα γόνατά του, τα πόδια το κράτησαν κάτω σαν να ήταν από πέτρα. Τα μάτια έμειναν ακίνητα, πηδούσαν απ’ τη μιαν ανάμνηση στην άλλη, σβήνοντας το παρόν. Τέλος, ο Πέδρο Πάραμο διαλύθηκε σαν να ήταν ένας σωρός από πέτρες.
     Υπήρχε ένα τεράστιο φεγγάρι στη μέση του κόσμου. Τυφλώθηκα κοιτάζοντάς σε.
Χριστίνα Παπαγγελή

Δευτέρα, Ιανουαρίου 22, 2024

παλιές και νέες χώρες, Ισίδωρος Ζουργός

Όμως στην πραγματικότητα τίποτα ευθύγραμμο δεν συμβαίνει. 
Η αφήγηση μιας ιστορίας είναι ένας ουροβόρος όφις,
ένα φίδι που τρώει την ουρά του.
Είναι ο κυκλικός χρόνος, το άπαν και το μηδέν
ως ένα λαίμαργο ερπετό.
     Μια παράξενη ερωτική -και όχι μόνο- ιστορία που βασίζεται σε μια απίστευτη φάρσα εξελίσσεται στα τέλη του 19ου αιώνα με αρχές του 20ου, ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και την Σύρο. Κυρίως όμως στη Θεσσαλονίκη, που όλοι γνωρίζουμε πως ήταν ένα σπουδαίο εμπορικό, πολυπολιτισμικό κέντρο, βασικό οθωμανικό λιμάνι της Μεσογείου (εδώ δεν είναι Ελλάδα, είναι μόνο ένας τόπος όπου μένουν και Έλληνες), και την εποχή αυτή δοκιμάζεται από τα ιστορικά γεγονότα (γκρέμισμα τειχών, άνοδος κεμαλισμού, βαλκανικοί πόλεμοι, απελευθέρωση). Και η Ερμούπολη όμως την ίδια περίοδο διαδραμάτιζε κεντρικό ρόλο στην οικονομία των «παλαιών χωρών», ενώ η Αθήνα επεκτείνεται σταδιακά ως πρωτεύουσα, έχοντας ως σημαντικό επίνειο τον Πειραιά που διαδέχεται σε εμπορική σημασία την Σύρο.
     Βασική ηρωίδα του βιβλίου και αφηγήτρια η Θεσσαλονικιά Λεύκα Κηρομάνου, κόρη κτηματομεσίτη και σαράφη, μια γυναίκα σκληρή («στρίγκλα» για όσους την γνώριζαν από κοντά), που μέσα στην ανδροκρατούμενη κοινωνία της εποχής συναλλάσσεται με του πελάτες σαν άντρας, όταν αναγκάζεται να πάρει τα ηνία του ανταγωνιστικού αυτού επαγγέλματος απ’ τον πατέρα της. Από τις πρώτες σελίδες όμως ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι μια βαθιά πληγή την καίει, ένας έρωτας βαθύς και τραυματισμένος, που την ωθεί να τον καταγράψει όταν πια το αντικείμενο του πόθου έχει φύγει από τη ζωή (τώρα που θα γράψω τη ζωή σου, έτσι θα φροντίσω κι εγώ: θα έχω το χειρόγραφο τυλιγμένο σε μάλλινο πανί, για να το προστατέψω απ’ τις βροντές και τις αστραπές όσων δεν σε συνάντησαν).
     Θετή κόρη του έμπορου Στάθη Κηρομάνου, που για βιτρίνα είχε μαγαζί με σαπούνια στην Εγνατία αλλά ουσιαστικά έκανε κρυφές δοσοληψίες (ασχολούνταν με πολλά, ήταν μαγαζάτορας, περιστασιακά κτηματομεσίτης, όμως πιο πολύ σαράφης και στα άφεγγα τοκιστής). Ορφανή από -την θετή- μητέρα που την έχασε όταν ήταν 14 χρονών, ανέλαβε τις δραστηριότητες του πατέρα της όταν αυτός πέθανε, με αποφασιστικότητα και σκληρότητα απέναντι στους οφειλέτες, έχοντας να κάνει με «σκληρά καρύδια» κάθε λογής, με Ρωμιούς, Τούρκους, Φραντσέζους και Εβραίους ανταγωνιστές. Έχει ήδη μάθει τα μυστικά του τοκισμού από τον πατέρα της κι έχει διαμορφώσει τη φιλοσοφία της χωρίς ηθικές αναστολές (είναι κοινό μυστικό πως το χοντρό χρήμα βρίσκεται στην τοκογλυφία), κι ενώ ο πατέρας της ήταν πιο συγκρατημένος χωρίς μεγάλα ανοίγματα, συμπαθής σε όλους και είχε στην πιάτσα την φήμη «λυπησιάρη», εκείνη ήταν «σκύλα», φιλόδοξη, φιλοχρήματη και αδίστακτη. Η Λευκή δεν ήθελε ούτε γάμους, ούτε σπουδές, αλλά «μόνο παράδες». Έφτασε στο σημείο μάλιστα να προσλάβει και έναν παλιό κατάδικο, ένα απωθητικό ρεμάλι, για να «πείθει» τους οφειλέτες (η συμφωνία μας ήταν ρητή και ξεκάθαρη: εκείνος θα έσπαζε τα δάχτυλα κι εγώ θα τον πλήρωνα μια λίρα το κάθε δάχτυλο).
     Μια αντι-ηρωίδα, θα λέγαμε, μάλλον αντιπαθητική στον αναγνώστη, αν εξαιρέσει κανείς την ευάλωτη πλευρά της, αυτήν που όπως είπαμε γνωρίσαμε ήδη από την τρίτη σελίδα… Και η ευάλωτη αυτή πλευρά αποκαλύπτεται χάρη στην ακατανίκητη έλξη που νιώθει απέναντι στον Αθηναίο Μιχαήλ Δέδε, μια έλξη που αναστατώνει όλες τις αξίες και τις βεβαιότητές της και προκαλεί την ευφυΐα της και το κοινωνικό της κύρος (η ζωή μου, σου το ορκίζομαι αυτό, χωρίζεται στο πριν σε γνωρίσω και στο μετά). Γιατί ο Μιχαήλ είναι το άκρως αντίθετο: αντισυμβατικός, αντικοινωνικός, ευκολόπιστος μέχρις αφέλειας, κι ευσυγκίνητος.
     Μια «περσόνα συγγενική του πρίγκηπα Μίσκιν», όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας σε συνέντευξή του, ένας άνθρωπος «σημαδιακός και παράταιρος», έξυπνος αλλά αντικομφορμιστής, με ενδιαφέροντα που αποκλίνουν από τις προσδοκίες των -θετών- γονέων και συμπεριφορά που ντροπιάζει τους ευγενείς κύκλους της πρωτεύουσας (έδειχνε ανεπηρέαστος απ’ την αμηχανία του κόσμου γύρω του, ιδιαίτερα όταν αυτός άθελά του την προκαλούσε). Έχει επιστρέψει μετά από επτά χρόνια από την «Εσπερία» (από το Παρίσι-Λονδίνο όπου βρισκόταν για νομικές σπουδές) στο αρχοντικό της Αθήνας. Δείχνει ιδιαίτερη αδυναμία στην μεσήλικη/γεροντοκόρη και πιστή υπηρέτρια (από την οποία ζητά σαν διψασμένος ιστορίες απ’ το χωριό, με ληστές κλπ), ενώ αδιαφορεί για τις επαγγελματικές προτάσεις του μεγαλέμπορου πατέρα του, αυτόχθονα «νοικοκυραίου» Γεώργιου Δέδε · οι αυθόρμητες αντιδράσεις του αγγίζουν τα όρια της απρέπειας, ενώ η αδυναμία του στον Ιούλιο Βερν (που μάλιστα τον συνάντησε στη Γαλλία) είναι ακατανόητη. Το μεγαλύτερο ναυάγιο ήταν η επίσκεψη στον επίσης συντηρητικό έμπορο θείο Περικλή, στην Ερμούπολη, ο οποίος σχημάτισε άκρως αρνητική εικόνα για τον ανιψιό του (όσο σε παρακολουθώ, μάλλον έχω καταλάβει ότι είσαι απ’ αυτούς που ζητάνε να αλλάξουν τον κόσμο).
     Ο Μιχαήλ δεν θεωρεί τον εαυτό του ικανό ούτε για εμπόριο, ούτε για κοινωνικούς αγώνες, ωστόσο όταν του ζητούν να πει ιστορίες από την Εσπερία (Παρίσι, Λονδίνο) κι από τους σπουδαίους συγγραφείς που γνώρισε, απαντά: «δεν έχω εικόνα από συγγραφείς, έχω όμως αρκετή εμπειρία από την ανθρώπινη δυστυχία, αν σας ενδιαφέρει…», δίνοντας μια ζοφερή εικόνα της «πόλης του φωτός» με ανάπηρους στρατιώτες, ζητιάνους, φτωχούς, πόρνες κλπ. Γενικότερα, στους αριστοκρατικούς (μεσοαστικής τάξης) κύκλους της οικογένειας δείχνει νέος χωρίς συγκρότηση, ζει σ΄έναν κόσμο ονειρικό, προτιμά να παίζει με τα πεντάχρονα στις βεγγέρες, βουρκώνει εύκολα, είναι αδέξιος στον χορό, έχει ατημέλητη εμφάνιση και «άξεστους τρόπους».
     Η σχέση με τον πατέρα παρουσιάζει ενδιαφέρον: η επιστροφή του γιου σηματοδοτεί μια περίοδο απαιτήσεων εκ μέρους του (είναι ώρα για δουλειά, δε νομίζεις;), στις οποίες βέβαια ο Μιχαήλ δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο, ενώ το οικογενειακό μυστικό της υιοθεσίας φαίνεται να βασανίζει τον τριαντάχρονο νεαρό (είμαι ευγνώμων που μου είπατε έγκαιρα την αλήθεια, κι ας την θάψαμε κατόπιν σαν να μην υπήρξε). Κάποια στιγμή γίνεται εμφανές ότι ήρθε «για να πάρει απαντήσεις» πάνω στο θέμα της καταγωγής του. Και «ακούμε» τον ίδιο τον Μιχαήλ να μιλά για τον εαυτό του μέσα από την επιστολή που έστειλε στον πατέρα του όταν έφυγε από Αθήνα για Θεσσαλονίκη.
Λευκή και Μιχαήλ
     Δύο αντιδιαμετρικές προσωπικότητες λοιπόν, θα λέγαμε, με βασικό κοινό στοιχείο αυτό της υιοθεσίας, που ήταν εκτεταμένη την εποχή εκείνη λόγω του ότι η χολέρα του 1854 άφησε πολλά παιδιά έκθετα (ορφανά της χολέρας σε κείνα τα χρόνια του πολέμου στην Κριμαία και του συμμαχικού αποκλεισμού της Αθήνας). Ένα μοιραίο συνδετικό στοιχείο πάνω στο οποίο θα στηθεί η φάρσα του συμφοιτητή τους και θα χτιστεί μια σχέση… αδερφική, με αμοιβαία ανεκτικότητα που θα εξελιχθεί σε φιλία, σε αγάπη και σε συγκρατημένο, ενοχοποιημένο έρωτα. Με αναδρομές από το σήμερα (1911) στο παρελθόν (δεκαετία του 1880), και με αφηγήτρια σε α΄ πρόσωπο την Λευκή, ελάχιστες επιστολές του Μιχαήλ, ή το γ΄ενικό του παντογνώστη αφηγητή, ο αναγνώστης σχηματίζει μια σύνθετη εικόνα των γεγονότων, αλλά κυρίως του ψυχογραφικού χάρτη των δύο τόσο διαφορετικών χαρακτήρων («sui generis»), που στην ουσία συναντιούνται στην διαφορετικότητά τους.
     Ένα σπαρταριστό επεισόδιο με αφορμή την ζωηρή υπηρέτρια αναγκάζει τον Μιχαήλ να φύγει από την Αθήνα και να γυρέψει την Λευκή στη Θεσσαλονίκη, ακόμη τουρκοκρατούμενη. Βρισκόμαστε στα 1885, οι δυο ήρωες είναι περίπου τριάντα χρονών. Η Λευκή όχι απλώς έχει σαγηνευτεί, αλλά έχει μεταμορφωθεί σε τρυφερή ύπαρξη με την παρουσία αυτού του άντρα, που δεν τον νοιάζει καθόλου η γνώμη του κόσμου, που παραμυθιάζεται ακόμα με τις ιστορίες του Ιουλίου Βερν, που μιλάει ακόμα και για συγχώρεση των βιαστών στην περίπτωση του άγριου βιασμού της Λευκής στην καρβουναποθήκη, που εξομολογήθηκε σε καλόγερο τον παράτυπο έρωτά του. Έναν άνθρωπο απρόβλεπτο, που όταν έμαθε τις βρομοδουλειές της ήταν έτοιμος να την παρατήσει (τι έκρηξη θυμού ήταν αυτή και τι κρεσέντο εντιμότητας;), που δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή της μακριά του κι ας ήταν απίστευτα διαφορετικός (ας ζούσα καλύτερα δίπλα σου εξαϋλωμένη, μια γυναίκα δίχως σώμα).
     Ο Μιχαήλ απ’ την πλευρά του γοητεύεται από την δυναμική, μυστηριώδη γυναίκα με την οποία συναναστρέφεται, που καταφέρνει να ζει μόνη της και να κρατάει την επιχείρηση του θετού πατέρα της, μια γυναίκα που αντιδρά άμεσα όταν την πνίγει η αδικία. Καταπνίγει τον βαθύ ερωτισμό που νιώθει για κείνη (με αποκορύφωμα την υπέροχη εικόνα που την σηκώνει στα χέρια «βαφτίζει» ημίγυμνη στη θάλασσα για να ξεχάσει τις εικόνες που τη στοιχειώνουν), αλλά -όπως εκμυστηρεύεται στον ξάδερφό του- είναι «έρωτας παράφορος». Παλεύει μ’ αυτόν τον δαίμονα γιατί ζει μέσα σ’ ένα τεράστιο ψέμα (για την ακρίβεια μέσα σε δύο τεράστια ψέματα αν υπολογίσουμε και τις ανέντιμες συναλλαγές της, που επέφερε μεγάλη σύγκρουση μεταξύ τους). Ένα τεράστιο ψέμα που το συντηρεί και το τρέφει η Λευκή , της οποίας τα συναισθήματα είναι αμοιβαία (έτρεμα μην αηδιάσεις απ’ τον κόσμο μου και εξαφανιστείς. Προσπαθούσα την ίδια στιγμή να σου κρύβω αυτό που είχα νιώσει από νωρίς, πως εσύ ήσουν πια ο δρόμος μου).
  Η αποκάλυψη
    Οι τρομερές απαντήσεις γύρω από την καταγωγή του Μιχαήλ αποκαλύπτουν και το ψεύδος πάνω στο οποίο χτίστηκε η ιδιότυπη σχέση των δύο νέων, ένα ψεύδος που ταράζει συθέμελα και τους δύο, αλλά και την οικογένεια του Μιχαήλ. Από κει και πέρα τα γεγονότα είναι καταιγιστικά και καθοριστικά: ο Μιχαήλ εξαφανίζεται απ’ όλους μη δίνοντας σημείο ζωής (μόνο εσύ θα μπορούσες να το κάνεις αυτό. Έγινες φυγόδικος όχι από τον νόμο αλλά από τις ενοχές σου κι από κείνες τις περίεργες περιφορές που έκανε το μυαλό σου). Οι δυο ήρωες περνούν ένα μεγάλο διάστημα βαθιάς μοναξιάς, κι ενώ δεν μαθαίνουμε πολλά για τη ζωή του Μιχαήλ αυτήν την περίοδο παρά αργότερα, η Λευκή αποφασίζει να μείνει στην Αθήνα και να «συνεχίσει τη ζωή της».
     Ποιες συγκυρίες είναι αυτές που θα μπορούσαν να φέρουν κοντά, ξανά, αυτούς τους δύο παρείσακτους της ζωής, ποιες ανατροπές θα γκρεμίσουν τα τείχη τής κατ’ εξακολούθηση απάτης, και με ποιες ψυχικές δυνάμεις οι δύο ήρωες θα σβήσουν το παρελθόν και θα πραγματώσουν ό, τι κρυφά ονειρεύτηκαν; Θα περάσει πολύς καιρός, και ο συγγραφέας αποδεικνύεται μάστορας. Γιατί, βέβαια, οι συνθήκες αυτές είναι άκρως έκτακτες αλλά και οι δύο χαρακτήρες δεν είναι συνηθισμένοι (χωρίς να σημαίνει ότι δεν είναι αληθοφανείς). Οι κεραίες της Λευκής, που ένιωσε να ζει και να υπάρχει αυθεντική και ακέραιη μόνο στη σκέψη του Μιχαήλ (σ’ ένα μόνο ήταν αδύναμη, να ξεχάσει πως υπάρχεις), θα αδράξουν τις ευκαιρίες και για πρώτη φορά στη ζωή της θα προσφερθεί να σώσει την περιουσία του εξαφανισμένου Μιχαήλ από τον αρπακτικό ξάδερφο, αλλά και να βοηθήσει, την μητέρα του. Ουσιαστική βοήθεια, με αγάπη και γνήσια συμπόνια για τη δύσκολη ζωή της μάνας του Μιχαήλ (τι γυναίκα ήμουν τελικά; Γηροκομούσα τη μάνα του άντρα τον οποίο δεν είχα ακόμη αξιωθεί. Νοιαζόμουν και φρόντιζα τη γυναίκα που γέννησε μια οπτασία, μια οφθαλμαπάτη, αυτόν που αναβόσβηνε έναν φάρο στα πιο ανεμοδαρμένα βράχια. (…) Τι άντρας ήσουν εσύ Μιχαήλ, που ούτε την περιουσία σου δεν μπορούσες να προστατέψεις; Σε ποια οικόπεδα του ουρανού και σε ποια αγροτεμάχια της θάλασσας είχες τίτλους κτήσης;)
     Δεν είναι σχήμα λόγου, δεν είναι μεταφορικά τα παραπάνω λόγια της Λευκής. Γιατί ο εξαφανισμένος Μιχαήλ έχει αποσυρθεί από κάθε τι εγκόσμιο, δεχόμενος τη θέση του… φαροφύλακα σ’ ένα ξεχασμένο νησάκι βόρεια από τις Σποράδες, στον φάρο της Ψαθούρας, σ’ αυτόν τον ολίγιστο κόσμο (Βρήκα τελικά τη θέση μου στην αίθουσα της μεγάλης όπερας του κόσμου, ένα κάθισμα στον τελευταίο εξώστη, εκεί όπου αθέατος ατενίζω όλον τον ορίζοντα της αυλαίας). Από τη μεριά του, όταν ο θάνατος των δικών του θα τον κάνει να αποφασίσει να δώσει σημεία ζωής, αυτή η απροσδόκητη προσέγγιση, αυτή η εξαιρετική ενσυναίσθηση εκ μέρους της Λευκής θα λυγίσει τον θυμό που ενδεχομένως συσσώρευε μέσα του.
     Ένα νέο κεφάλαιο ανοίγει στην παράδοξη αυτή σχέση, δύο ανθρώπων ξεχωριστών και αντιδιαμετρικά αντίθετων, σημαδεμένων από μια πολύ ιδιαίτερη μοίρα, που, όπως γράφει η Λιλή Ζωγράφου για τον Καρυωτάκη και την Πολυδούρη, όσο κι αν είναι οι δρόμοι τους διαφορετικοί, θα συναντηθούν στο σύνορο της Μοναξιάς. Έτσι δραπέτες που είναι από τη ζωή, ταιριαστό είναι και το νυχτερινό ταξίδι τους μέσα σε μια βάρκα-καρυδότσουφλο, με την οποία δραπετεύουν μυστικά και κρυφά από την ελεύθερη Ελλάδα στην οθωμανική Θεσσαλονίκη, αποφασισμένοι να ζήσουν μαζί στη γενέτειρα της Λευκής (όπου οι επιχειρήσεις της την περιμένουν).
    Πρόκειται για μια καταπληκτική σκηνή μετάβασης, ένα ιντερμέτζο στο νέο κεφάλαιο της κοινής τους ιστορίας, όπου υπάρχουν και πάλι ανατροπές. Η πυρκαγιά του 1890 στη Θεσσαλονίκη αγγίζει και τη δική τους τύχη, ενώ στη συνέχεια εκδηλώνονται με μαθηματική ακρίβεια όχι όσα τους ενώνουν αλλά όσα τους χωρίζουν. Γιατί, όπως λέει η Λευκή με αφοπλιστική ειλικρίνεια, χρόνια αργότερα -στο συγγραφικό «σήμερα»-, όταν όλα έχουν σταματήσει με τον θάνατο του Μιχαήλ, και «η παράσταση έχει τελειώσει», δεν μπορούσε να θυσιάσει τον εαυτό της. Ούτε κι ο Μιχαήλ άλλωστε, που τίποτ’ άλλο δεν είχε μάθει παρά να είναι αυθεντικός. Έτσι, ενώ συντάσσεται με τις επιθυμίες και τις επιλογές της Λευκής, η καρδιά του τον οδηγεί αλλού. Δεν τελειώνει επομένως σ΄αυτό το απροσδόκητο ξανασμίξιμο η εξέλιξη της σχέσης, η ωρίμανση της προσωπικότητας και του ενός και της άλλης. Αντίθετα, σαν δύο κομήτες που πλησίασαν ο ένας των άλλον και άγγιξαν την εφαπτομένη, στη συνέχεια οι εσωτερικές δυνάμεις τους τους απομάκρυναν, μέχρι που ήρθε καβαλάρης ο ξαφνικός θάνατος.
     Παραμένοντας η Λευκή μέσα σε μια κοινωνία που βράζει (Θεσσαλονίκη 1912), γεμάτη ρωγμές και πλούσια σε αναμνήσεις, ψάχνει μέσα από τη γραφή για απαντήσεις πάνω σ’ αυτόν τον γρίφο που την ανατάραξε, τον άντρα που την αναποδογύρισε συθέμελα, χαρίζοντάς του ένα τέλος αντάξιο της προσωπικότητάς του:
     Στο όνειρό μου έφυγες όπως εκείνος ο παλιός Μιχαήλ, ο εραστής των ταξιδιών του κυρίου Βερν, ο γιος του πλοιάρχου Νέμο. Σε βύθισα στη θάλασσα, για να είναι άγνωστος ο τάφος σου για πάντα. Για να γίνεις κι εσύ ο Κανένας, όπως εκείνος.
Χριστίνα Παπαγγελή

Δευτέρα, Ιανουαρίου 08, 2024

Στα ίχνη της, Christophe Boltanski

Η μητέρα μου είχε άραγε γίνει συγγραφέας από θλίψη,
έχοντας ζήσει κι εκείνη έναν εκτροχιασμό; Ένα ξεστράτισμα;
     Τα ίχνη της μοναχικής, ιδιόρρυθμης και ανεξάρτητης μητέρας του, Φρανσουάζ Λ., ακολουθεί με βήματα ντετέκτιβ ο αφηγητής και συμπρωταγωνιστής Κρις[1], μιας γυναίκας που έζησε μόνη και σχεδόν αγνοημένη τα τελευταία της χρόνια, σ’ έναν ασφυκτικό χώρο στο Παρίσι, γεμάτο φυλλάδια, σημειώσεις, γραπτά, εφημερίδες και… σκουπίδια. Έξι μήνες μετά τον θάνατό της από καρκίνο του πνεύμονα, ο Κρις και η αδερφή του η Αριάν αδειάζουν το διαμέρισμά της μητέρας τους «όπως κατεβάζεις ένα μπουκάλι, μονομιάς, σε μια κατάσταση κοντά στη μέθη, θέλοντας να τελειώσουμε το ταχύτερο, με τη βιασύνη και τον πρωτογονισμό κάποιου που διαπράττει ένα απεχθές έγκλημα». Ωστόσο, σιγά σιγά αποκαλύπτεται στον έκπληκτο Κρις αλλά και στον αναγνώστη ότι πίσω απ’ αυτήν την διακριτική προσωπικότητα που έζησε τα τελευταία χρόνια σαν σκιά, κρυβόταν ένας ολόκληρος κόσμος, ριψοκίνδυνος και σιωπηλά επαναστατικός.
     Με πολλά φλας μπακ αλλά και αναφορές στο παρόν του αφηγητή, αναπαρίστανται θραύσματα μιας ζωής «σπαταλημένης» και λησμονημένης, που έζησε αυθεντικά αλλά χωρίς απαιτήσεις, ούτε καν την προσδοκία να την κατανοήσουν οι κοντινοί της άνθρωποι. Παράλληλα ζωντανεύει αυτή η «χρυσή» εποχή της γαλλικής αμφισβήτησης, τα ταραγμένα χρόνια του πολέμου με την Αλγερία (1954-1962), κατά τα οποία η εξουσία έδειξε το φρικτό της πρόσωπο, και ο φοιτητικός κόσμος σε απάντηση οργανωνόταν αυτόματα για να κάνει το όραμα μιας δίκαιης κοινωνίας εφικτό. Είναι η εποχή που κυοφορεί τον Μάη του ’68.
     Ο αυθεντικός τίτλος του πρωτότυπου είναι «Le guetteur», δηλαδή, «αυτός που παρακολουθεί». Μία περίεργη συγκυρία «παρακολουθήσεων» διατρέχει το έργο… Αρχικά στο επίπεδο του «σήμερα» ο γιος, ο Κρις, ανιχνεύει κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να του δώσει απαντήσεις στο «ποια ήταν πραγματικά» η μητέρα του (π.χ. η γυναίκα που νόμιζα πως ήξερα δεν έγραφε). Έχει αφήσει πίσω της ένα δωμάτιο σκοτεινό, ακατάστατο, που μυρίζει τσιγαρίλα και χλωρίνη, με πολλές άχρηστες σημειώσεις και προσπάθειες αρχινισμένες να γράψει αστυνομικό μυθιστόρημα (όπου κι εδώ έχουμε έναν «guetteur», ως μυθιστορηματικό ήρωα). Ο δικός μας «guetteur» προσπαθεί, διαβάζοντας αυτές τις ημιτελείς προσπάθειες, να μπει στους μαιάνδρους της σκέψης της Φρανσουάζ. Ποτέ ωστόσο δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί ότι η μητέρα του στα νιάτα της ήταν η ίδια στόχος ενός δικτύου παρακολούθησης, ως μέλος αντιστασιακής, παράνομης οργάνωσης, και είχε μάλιστα και ψευδώνυμο, Σοφί.
     Ο Κρις, δημοσιογράφος και μεταφραστής στο επάγγελμα, είναι συνηθισμένος στην ανασύσταση κειμένων (ένιωθα περισσότερο αρχαιολόγος παρά οικοδόμος. Από ένα σωρό πέτρες έπρεπε να αναπαραστήσω κάτι εξαφανισμένο, έναν αρχαίο τρόπο ζωής, έναν ξεχασμένο πολιτισμό). Η μητέρα του των τελευταίων χρόνων, μια γυναίκα-φάντασμα, πάντα εξαντλημένη, θολή, χλωμή, διακριτική και ολιγαρκής, ποτέ πιεστική σαν μάνα -δεν έκανε ποτέ κάποια κίνηση για να κρατήσει τον γιο της κοντά της. Ο οποίος τώρα, μετά θάνατον, πίσω από την κοινότοπη και σιωπηλή ζωή της ανακαλύπτει ψήγματα από ένα παρελθόν, που αποκτούσαν ένα βάθος κι ένα μέγεθος απρόβλεπτο (επισκεπτόμουν τον τόπο ενός εγκλήματος στο οποίο είχα γίνει συνένοχος. Ήταν μάταιο να σβήσω τα σημάδια της παρουσίας μου. Δεν κινδύνευα να ενοχοποιηθώ από τα ίχνη μου, αλλά από την απουσία τους. Ήμουν ένοχος για μη αρωγή ανθρώπου σε κίνδυνο). Αυτά που ανακαλύπτει ανασυνθέτουν έναν κόσμο που δίνει νόημα στο ασήμαντο. Κόκκοι άμμου που αφηγούνται ένα εξαφανισμένο κόσμο/αποσπάσματα, μικρά τίποτα, διάστικτες γραμμές που αρκεί κανείς να τα ενώσει για να ανασχηματιστεί μια ολόκληρη ζωή. Λίστες, κινήσεις λογαριασμών, έξοδα, καταγεγραμμένη κάθε λεπτομέρεια μέχρι και… κάθε τσιγάρο που κάπνιζε!
     Ο συγγραφέας- αφηγητής δεν νιώθει μόνο τύψεις επειδή παραμέλησε την μοναχική μητέρα, ούτε επειδή προς έκπληξή του ανακαλύπτει μια πολύ δυναμική και ενεργή γυναίκα έτοιμη να κινητοποιηθεί ανά πάσα στιγμή, να τρέξει να βοηθήσει όλους τους καταραμένους της γης, με αξίες και κοινωνικό όραμα. Αρχικά, διστάζει να ξεφυλλίσει τα «μπλε τετράδια» των λογοτεχνικών της πειραμάτων (διάλεξε στην τύχη κάποια που τα «έσωσε» απ’ την καταστροφή), αλλά και τις σημειώσεις: Δεν μου ανήκαν. Όταν τα πήρα είχα την εντύπωση ότι διέπραττα κλοπή, ότι λεηλατούσα έναν τάφο ή ότι χάκαρα έναν σκληρό δίσκο. Σφετεριζόμουν το παρελθόν μιας γυναίκας που δεν είχε ανοιχτεί ποτέ σε κανέναν, ούτε καν στα παιδιά της. Δεν είναι όμως μόνο η ενοχή της αδιακρισίας, αλλά και η ανησυχία μήπως πίσω από το προπέτασμα της αδιαφορίας και της παραίτησης ανακαλύψει δυστυχία και πόνο (μίσος, χολή, κάτι μαύρο, πολύ μαύρο).
     Ωστόσο, δεν ανακαλύπτει ίχνη προσωπικής δυστυχίας αλλά ευαίσθητες χορδές σχετικά με τα προβλήματα του κόσμου… Η Φρανσουάζ, μέσα από τα θραύσματα της γραφής της προσανατολίζεται σε «μια λογοτεχνία που αποσκοπεί λιγότερο στο να λύσει ένα αίνιγμα από το να δείξει τη μαυρίλα της κοινωνίας». Ζει σ’ ένα «νουάρ» σύμπαν όπου τα σύγχρονα προβλήματα (ομοφοβία, μεταναστευτικό, AIDS, κλπ) την φέρνουν κοντά στους περιθωριακούς, τους φτωχούς, τους απόκληρους. Από τότε που φοιτήτρια ακόμα ερωτεύτηκε και εκείνος την παράτησε, σταμάτησε τις σπουδές της, και βυθίστηκε στην κατάθλιψη, απαρνούμενη το πατρικό σπίτι της (θέλει να γίνει ταυτόχρονα περισσότερο και λιγότερο αστή από τους γονείς της, πιο σικ, πιο καλλιεργημένη, αλλά ταυτόχρονα πιο ελεύθερη, πιο μποέμ). Διάβαζε, ονειρευόταν, βαριόταν, έπινε και κάπνιζε υπερβολικά, και προσχώρησε σ΄έναν ιδιότυπο ακτιβισμό, στις αριστερίστικες ομάδες (όπου γνώρισε και τον πατέρα του Κρις). Πίσω από την απάθεια και την φαινομενική παραίτηση κρυβόταν μια γυναίκα νευρική, σε εγρήγορση, σε επιφυλακή (Ήταν μια οργισμένη γυναίκα. Ήθελε για πολύ καιρό να αλλάξει τον κόσμο. Δεν υπήρχε υποταγή μέσα της, ούτε εξέγερση, αλλά μάλλον μια γενική απεργία, μια διαρκής κατάληψη, δεκάδες εκατομμύρια λεπτά σιωπής).
     Μέσα από τα άπειρα σημειώματα ο Κρις συνειδητοποιεί ότι η μητέρα του συμμετείχε σε όλων των ειδών τις διαδηλώσεις, συναντήσεις, εκδηλώσεις, μοίρασμα προκηρύξεων κλπ ενώ η γκάμα του ακτιβισμού ήταν τεράστια: πόλεμος κατά της ανεργίας, της θανατικής ποινής, του ρατσισμού κλπ κλπ. (έβραζε κάτω από την επιφανειακή της υποτονικότητα/ένα καζάνι διαρκώς έτοιμο να εκραγεί).
     Ωστόσο οι εκπλήξεις δε σταματούν εδώ, αντίθετα η επίμονη έρευνα , σε συνδυασμό με κάποια παράδοξα ευρήματα, δημιουργεί στον… ιχνηλάτη αφηγητή κάποια ερωτήματα: πόσο την επηρέασε ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος (είναι ένα παιδί του πολέμου/ ζηλεύει τους μεγαλύτερούς της. Σκέφτεται πως παρά δέκα χρόνια έχασε την ευκαιρία να λάβει μέρος στην αναρρίχηση σε αυτό το τεράστιο και επιβλητικό βουνό); γιατί η μητέρα του, στα χρόνια της απομόνωσης είχε προσλάβει ιδιωτικό ντετέκτιβ; Γιατί είχε τέτοια εμμονή με τον Τάλους Τέιλορ, τον γείτονά της (παρεμπιπτόντως ήταν ο δημιουργός του γνωστού καρτούν Barbapapa), για τον οποίο πίστευε ότι χρηματοδοτούσε κάποιον γείτονα για να την… παρακολουθεί; Ποιος είναι ο αόρατος διώκτης από τον οποίο προσπαθεί επί ματαίω να διαφύγει; Ποια είναι η σχέση της με τους Αλγερινούς (που δεν τους ήξερε καθόλου) και τι είναι αυτό που την έκανε να αλλάξει και να ενταχτεί στον αγώνα προς υπεράσπισή τους; ποια ενοχή θα μπορούσε να δικαιολογήσει τις πράξεις και τη στάση ζωής της (όπως δήλωσε και η ψυχολόγος της στον Κρις, «κάτι που είχε κάνε, είχε παρακάνει ή είχε δεν είχε κάνει;»).
 Να’ τοι ξανά, μόνοι εναντίον όλων,
με τις απαγορευμένες και πλέον ανώδυνες κινήσεις τους,
τα ξύλινα αλογάκια τους, μισοκωμικοί, μισοτραγικοί,
να δίνουν έναν αγώνα που, όπως λένε,
δεν είναι καν δικός τους.
     Μέλη αρχικά διαφόρων αριστερών γκρουπούσκουλων με ήπια ακτιβιστική δράση (δεν είναι άνθρωποι του σκοταδιού αλλά του μισοσκόταδου), ο «διοπτροφόρος» συμφοιτητής (ο πατέρα του Κρις) και η Φρανσουάζ-Σοφί εντάσσονται στην «Jeune resistance» (η πρώτη οργάνωση που αντιστάθηκε στον πόλεμο της Αλγερίας). Μια ήπια δραστηριότητα («agit-prop», δράση και προπαγάνδα) που δεν τους ενώνει ακριβώς με τους «Αδελφούς», με το μεγάλο αντιστασιακό κίνημα αλλά αποτελεί παρακλάδι. Χωρίς οι ίδιοι να είναι Αλγερινοί, κάποια στιγμή απειλούν να περάσουν στη δράση χωρίς να γνωρίζουν καλά καλά τι εννοούν μ’ αυτό. Ο πατέρας, με το ψευδώνυμο Κριστόφ, κι ο Ζαν Κλωντ μαζί με τον βιβλιοπώλη Μπαρμπιέ στήνουν δίκτυο, διαθέτουν όπλα, βλέπουν παντού συνωμότες/ζουν μέσα σε μια διαρκή ψύχωση ενός πραξικοπήματος ή ενός εμφυλίου πολέμου, τους διακατέχει ένας φόβος που είναι ταυτόχρονα φανταστικός και πολύ πραγματικός, καθώς τροφοδοτείται από έναν άλλον πόλεμο, βρώμικο, χωρίς όρια, έναν πόλεμο ολοκληρωτικό που διασχίζει τη Μεσόγειο από τις αρχές της άνοιξης σαν αποδημητικό πτηνό, μεταφέροντας στο γαλλικό έδαφος το δικό του μερίδιο από δολοφονίες, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, βασανιστήρια, ανατινάξεις. Είναι η εποχή που φουντώνουν τα αντιστασιακά νεανικά κινήματα, που προσδοκούν τη «Μεγάλη Βραδιά», τη μεγάλη ταξική επανάσταση.
     Η μικρή επαναστατική ομάδα στην οποία προσχωρούν εκπροσωπείται από τον μελαμψό άντρα με τα πολλά ονόματα (Ματζούμ Μπενζαρφά, ο «Μαύρος», Μαρσέλ, Άρμστρονγκ). Είναι μέρος της σύνθετης πυραμιδωτής δομής του FLN[2]. Ο αφηγητής/συγγραφέας ψάχνει πρόσωπα της εποχής και αναζητά μαρτυρίες μεταφέροντάς μας σ’ αυτόν τον κόσμο της περιθωριακής παρανομίας, σ’ έναν απέλπιδο αγώνα όπου «η ιστορία εξήντα χρόνια μετά εξακολουθούσε να τους διαφεύγει». Σ’ αυτό τον κόσμο όπου προσχώρησε σιγά σιγά και διακριτικά η μητέρα, μοιράζοντας φυλλάδια και περιοδικά, μαζί με όλους αυτούς που αντιστέκονταν στον φασισμό (κομμουνιστές, αναρχικούς, τροτσκιστές κλπ): αποκλεισμένη από τις παραγωγικές δυνάμεις, είχε υιοθετήσει αρκετά φυσικά τη μεγάλη υπόθεση της εποχή της, όλους τους «χωρίς», τους χωρίς δουλειά, τους χωρίς χαρτιά, τους χωρίς στέγη, τους χωρίς όνομα, τους χωρίς πρόσωπο/ ήταν μια αγκιτάτορας, μια εξεγερμένη, μια Wonder Woman του ακτιβισμού, ένα δονκιχωτικό πλάσμα που αναζητούσε συνεχώς ανεμόμυλους για να επιτεθεί. Καθώς είναι υπεράνω υποψίας, της ανατίθεται να κρύψει βασικά στελέχη της οργάνωσης -πιθανόν και του αρχηγού του FLN-, που φυσικά η Γαλλική Αστυνομία, σε συνεργασία με την DST (Υπηρεσία Αντικατασκοπείας), ανακαλύπτει και συλλαμβάνει, δεν δίνει ωστόσο σημασία στην Σοφί/Φρανσουάζ, έχοντας στόχο μόνο να φτιάξει το οργανόγραμμα της Ομοσπονδίας του FLN,και μετά δυο τρεις ημέρες ζοφερής κράτησης αφήνεται ελεύθερη.
     Αυτά είναι κάποια απ’ τα βασικά στοιχεία της παρελθοντικής ζωής της Φρανσουάζ-Σοφί, της «Κοντορεβυθούλας», της δυναμικής γυναίκας που ανακάλυψε ο Κρις πίσω από την παραιτημένη γυναίκα που λίγο πριν τον θάνατο μόνο απ’ το κάπνισμα δεν είχε παραιτηθεί. Μέσα από πολλούς μάρτυρες που με κόπο εντοπίζει, προσπαθεί να σχηματίσει το παζλ μιας σύνθετης ζωής, αλλά και μιας σκληρής εποχής με ασυγχώρητα εγκλήματα από την γαλλική Κυβέρνηση.
     Χωρίς ποτέ να μπορέσει να ανασυστήσει και να συμπληρώσει όλα τα κενά της αφήγησης μιας ζωής, ο guetteur μας ωστόσο συνειδητοποιεί για την μητέρα του: 
     Η μητέρα μου προσπαθούσε να επανασυνδέσει τα νήματα, να ξαναβρεί τη νεότητά της, την εποχή της αθωότητάς της ή της ενοχής της, μια πρώτη ζωή, ίσως τη μόνη, την αληθινή, να την ξαναπιάσει από εκεί που την είχε αφήσει, σαν να επιδίωκε ματαίως να επανακκινήσει μια ταινία που είχε μπει εδώ και πολύ καιρό σε παύση.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] μόνο μια φορά αναφέρεται το όνομά του, και όψιμα υποψιάζεσαι ότι πρόκειται για αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα
[2] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%B8%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%91%CF%80%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%B5%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%9C%CE%AD%CF%84%CF%89%CF%80%CE%BF_(%CE%91%CE%BB%CE%B3%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%B1)

Τρίτη, Δεκεμβρίου 12, 2023

το σπίτι στον Βόσπορο, Ζουλφί Λιβανελί

     Άλλη μια συναρπαστική και συγκινητική ιστορία μας αφηγείται ο αγαπημένος Τούρκος συνθέτης και συγγραφέας, μεταφέροντας στον αναγνώστη την ομορφιά του Βόσπορου, την πολυπολιτισμικότητα, την ταχύρρυθμη μεταμόρφωσή, την ιστορία αυτής της περιοχής της Ιστανμπούλ. Όπως γράφει ο ίδιος ο Λιβανελί στον πρόλογο, «η ιστορία της περιοχής αυτής του κόσμου είναι μια ιστορία κατάληψης της περιουσίας του ενός από τον άλλον/σπίτια που αδειάζουν, σπίτια που γεμίζουν, αγώνες δικαστικοί για την κτηματική περιουσία».
     Όλοι γνωρίζουμε την ομορφιά και την ιδιαιτερότητα που είχαν και διατηρούν ακόμα τα «γιαλιά» [1] στην περιοχή του Βόσπορου και των Πριγκιποννήσων, τις τεράστιες αριστοκρατικές ξύλινες επαύλεις χτισμένες πάνω στην όχθη χωρίς να μεσολαβεί κάποιος ελεύθερος χώρος εκτός απ' την απαραίτητη προκυμαία (στις παραλιακές επαύλεις-είδος κατοικίας που δεν υπήρχε στα βυζαντινά χρόνια- οι άνθρωποι διήγαν έναν τρόπο ζωής καθαρά τουρκικό, και, παρά την ευρωπαϊκή εκπαίδευση που δινόταν στα παιδιά, η ζωή στα γιαλιά απηχούσε τον τουρκικό πολιτισμό).
     Ο συγγραφέας χτίζει μια ιστορία που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αληθινή, αλλά πατάει και σε παραμυθιακά στοιχεία, όπως η ξεπεσμένη αρχόντισσα, η κακιά νύφη, ο μεγάλος μοιραίος έρωτας, απότομη μεταβολή της τύχης, οι άνθρωποι οι άξεστοι, κακοποιημένοι και στερημένοι που με την αγάπη μεταμορφώνονται ενσαρκώνοντας την αξία της ανθρωπιάς. Το νόημα της αγάπης αναδεικνύεται έμμεσα, χωρίς υπογραμμίσεις, ενώ ταυτόχρονα βλέπουμε να διεισδύει ο σύγχρονος δυτικός τρόπος ζωής στους ανατολίτικους ρυθμούς και να διαβρώνει τις πατροπαράδοτες αξίες. Αληθοφάνεια σε συνδυασμό με το σασπένς, την διεισδυτική ψυχογράφηση και τη φαντασία είναι τα χαρακτηριστικά που συναρπάζουν τον -ρομαντικό;- αναγνώστη.
     Σε μια τέτοια έπαυλη, σ’ένα από αυτά τα περίφημα «γιαλιά» λοιπόν, έζησε όλη της τη ζωή η «γηραιά κυρία» Λεϋλά, όπως η ίδια ήθελε να την αποκαλούν (και όχι χανούμ/κυρία ή θεία), μέχρι που αναγκάστηκε, με τον θάνατο του παππού της, να πουλήσει την έπαυλη στον Σαλίχ μπέη. Κράτησε όμως τον τίτλο ιδιοκτησίας του μικρού μονώροφου παράσπιτου, που παλιότερα ήταν το σπιτάκι του κηπουρού, κι έζησε εκεί ολομόναχη από 19χρονών. Ο νέος ιδιοκτήτης όμως του κυρίως σπιτιού, Ομέρ Τζεβχέρογλου με την απαράδεκτη σύζυγό του Νετζλά, της κάνει τώρα έξωση με πλαστό έγγραφο από γιατρό (ότι τάχα η Λεϋλά έχει ψυχική νόσο). Η πρώτη πρώτη λοιπόν σκηνή του βιβλίου δείχνει την Λεϋλά καθισμένη πάνω στις βαλίτσες έξω απ’ τον κήπο, να στέκεται αξιοπρεπής για δυο μερόνυχτα επαναλαμβάνοντας «Εγώ γεννήθηκα στο γιαλί, σ’ αυτό έζησα όλη μου τη ζωή κι εδώ σκοπεύω να πεθάνω. Δεν μπορώ να πάω πουθενά αλλού», ενώ γείτονες και γνωστοί -που την αγαπούσαν και την σέβονταν- προσπαθούν να της εξηγήσουν τα… ανεξήγητα.
     Η 77χρονη Λεϋλά, δισεγγονή του Βόσνιου πρόσφυγα («μουχατζίρ από τη Ρούμελη»), που από Μικρή Κυρία έχει γίνει τώρα «Μεγάλη Κυρά», έχει μεγαλώσει με τη γιαγιά και τον παράλυτο παππού, τον Μπόσναλι Αμπντουλλάχ Αβνί πασά που ήταν ένας από τους αξιωματικούς που πολέμησαν στον πόλεμο «για να μη χαθεί η Ρούμελη» (η απώλεια των εδαφών της αυτοκρατορίας στην Ευρώπη θεωρούνταν στο σπίτι εκείνο κάτι σαν τον θάνατο αγαπημένου μέλους της οικογένειας, που το πένθος του θα διαρκούσε για πάντα. Αργότερα η Λεϋλά θα αντιλαμβανόταν ότι αυτό για την οικογένεια ήταν μια ανοιχτή πληγή που δεν θα έκλεινε ποτέ). Κι άλλες πληγές όμως κρύβει η οικογενειακή ιστορία της Λεϋλά, και πρώτο πρώτο το τρομερό μυστικό της καταγωγής της: η μητέρα της Χαντάν πέθανε στη γέννα, αφού είχε ερωτευτεί παράφορα τον Εγγλέζο λοχαγό Ρόμπερτ Ουίτακερ, αξιωματικό των εγγλέζικων δυνάμεων κατοχής (επομένως «εχθρό» του έθνους). Ο κεραυνοβόλος έρωτας ήταν αμοιβαίος, κι απ’ τις κρυφές συναντήσεις γεννήθηκε η Λεϋλά. Ωστόσο η ντροπή ήταν τόσο μεγάλη που ο θείος Ιζέτ Κεμάλ εκδικήθηκε στήνοντας ενέδρα και σκοτώνοντας τον Ουίτακερ, ενώ λίγο αργότερα θα δολοφονηθεί κι ο ίδιος.
     Αυτή η περήφανη λοιπόν γυναίκα, με την αριστοκρατική καλλιέργεια και μόρφωση και το βαρύ παρελθόν, βρέθηκε στον δρόμο μέχρι που την συνάντησε ο δημοσιογράφος Γιουσούφ, ο γιος του κηπουρού (στο σπιτάκι του οποίου έμενε η Λεϋλά στα τελευταία χρόνια της ζωής της) και αναλαμβάνει την κάλυψη της είδησης ότι «μια τρελή κάθεται μπροστά στην πόρτα του γιαλιού των Μπόσναλι» (την ξέρω αυτήν την γυναίκα. Δεν είναι καμιά τρελή).
     Ο Γιουσούφ είναι το δεύτερο σημαντικό πρόσωπο της ιστορίας και, ναι, την ήξερε την Λεϋλά από μικρό παιδί, την θαύμαζε, την αγαπούσε. Ήταν η μόνη από τους ενήλικες που του φερόταν όπως ακριβώς φερόταν και σε όλους τους άλλους ανθρώπους. Του έδινε χαρτζιλίκι, σύκα ή γιασεμιά, και είχε όμορφα πράγματα στο σπίτι της. Τα παιδικά του χρόνια ήταν συνδεδεμένα με τον όμορφο κήπο με τις μανόλιες, τις ροδιές, τις πορτοκαλιές, σπάνια τριαντάφυλλα και λουλούδια. Έτσι ο Γιουσούφ, με την ιδιότητα του δημοσιογράφου παρεμβαίνει παίρνοντας «προσωρινά» την Κυρά στο σπίτι του, κι εκείνη δέχτηκε μετά την υπόσχεση ότι θα κάνουν «τα πάντα για την ακύρωση του ψεύτικου χαρτιού».
     Στο σημείο αυτό της αφήγησης μπαίνει και το τρίτο πρωταγωνιστικό πρόσωπο, η συγκάτοικος/ερωμένη του Γιουσούφ, η Ρουκιέ (ή Ρόξυ επί το καλλιτεχνικότερον, εφόσον είναι συνθέτης και τραγουδίστρια χιπ-χοπ)! Ο Γιουσούφ από μεγαλοψυχία κάλεσε μεν την Λεϋλά στο σπίτι του, ή μάλλον στο διαμέρισμά του, αλλά όταν το συνειδητοποίησε, τον έπιασε πανικός! Γιατί εδώ και πέντε μήνες είναι ερωτευμένος και συζεί με την απρόβλεπτη και απρόσιτη Ρουκιέ/Ρόξυ: δεν θα ήταν καθόλου εύκολο, αλήθεια, να συστήσει κανείς τη Ρόξυ στη Μεγάλη Κυρά. Όσο το σκεφτόταν, του ερχόταν λιποθυμία.
     Πράγματι, όταν η Ρόξυ συνειδητοποιεί ότι το «απολίθωμα» θα μείνει μαζί τους η αντίδρασή της είναι σπασμωδική έως ακραία, αν και είναι υποχρεωμένη να το ανεχτεί. Γίνεται αγενής και προσβλητική (τα λόγια γίνονταν καυτό λάδι και έκαιγαν την καρδιά της Λεϋλά χανούμ), και φέρνει σε δύσκολη θέση την Λεϋλά, που δεν έχει όμως άλλη επιλογή απ’ το να παραμείνει, έστω και ανεπιθύμητη. Γιατί η Ρόξυ είναι το άκρο αντίθετο της Λεϋλά: ένα λαϊκό, θυμωμένο κορίτσι που ξέφυγε από τον στενό κλοιό της οικογένειάς της και ζει μόνη· με στενά μαύρα δερμάτινα, σκουλαρίκια, μπότες, γαλάζια τσουλούφια κλπ, κρύβει ένα πολύ σκοτεινό και πονεμένο παρελθόν πίσω απ’ τους οργισμένους στίχους της. Έτσι, μέσα από τη συνάντηση των δύο αγεφύρωτων κόσμων, της Λεϋλά και της Ρόξυ, (παράδοση και ανατολή – σύγχρονη ζωή και δύση), προχωράει διαλεκτικά η ιστορία, σε μια «σύνθεση» αγωνιώδη αλλά και γοητευτική.
     Δεν είναι όμως μόνο η σχέση της Λεϋλά με την Ρόξυ που δίνουν ώθηση στην πλοκή. Είναι και η σχέση της Ρόξυ με τον Γιουσούφ που ξεδιπλώνεται όταν έρχεται η ώρα, έτσι ώστε οι αναγνώστες να μάθουμε και να καταλάβουμε τον αψύ χαρακτήρα της Ρουκιέ, που ταίριαξε με τον πράο και συναισθηματικό Γιουσούφ. Εκείνη, ατίθαση παράτολμη και ασυμβίβαστη, που ποτέ δεν είχε γνωρίσει την βαθιά και ανιδιοτελή αγάπη, θεωρούσε τον Γιουσούφ τον καλύτερο, ευγενέστερο και πιο έντιμο απ’ όλους τους άντρες με του οποίους είχε κοιμηθεί ως τώρα (ένα τόσο υποχρεωτικός, τόσο ευγενικός και ώριμος Τούρκος δε χωρούσε σε κανένα από τα γνωστά της πρότυπα). Εκείνος απ’ την άλλη έχει συνηθίσει στις τρέλες της, την αποδέχεται όπως είναι κι ενώ αναγνωρίζει ότι υπάρχουν γυναίκες πιο όμορφες και πιο… συμπαθητικές, η Ρόξυ ήταν ένα πλάσμα που ολοκλήρωνε το σώμα και την ψυχή του.
     Άλλη δυαδική σχέση όπου βλέπουμε την πάλη του παλιού με το νέο, της παράδοσης με τον εκσυγχρονισμό, είναι η σχέση του Ομέρ μπέη (του καινούργιου ιδιοκτήτη του γιαλιού) με τον πατέρα του Αλή αλλά και με την όμορφη γυναίκα του την Νετζλά (την «κακιά νύφη»). Η Νετζλά, νεόπλουτη ασήμαντης καταγωγής, θέλει να ανέλθει κοινωνικά μέσα απ’ το γάμο με τον επιχειρηματία Ομέρ. Είναι αυτή που πείθει τον πιο συγκαταβατικό Ομέρ να πετάξουν έξω την Μεγάλη Κυρά, μαζί με όλα τα πατροπαράδοτα έπιπλα και τις αντίκες (από τις οποίες επωφελήθηκαν οι «βουνίσιοι» -ένας πληθυσμός λαϊκών ανθρώπων που με τον καιρό συγκροτήθηκε σε γειτονιές πίσω απ΄την ακτογραμμή των γιαλιών, και κατοικούσε μέσα στα δάση και στους λόφους σε μικρά χτίσματα). Η Νετζλά δεν θέλει κατ’ ουδένα τρόπο τον Αλή, τον πατέρα του Ομέρ να συγκατοικήσει μαζί τους (όπως και να’ χει είναι ένας υπηρέτης), ούτε καν θέλει να τον συναντήσει.
     Ο Αλή, απ’ τη μεριά του, νιώθει μεν την απώθηση της νύφης του, απ’ την άλλη το όνειρο της ζωής του είναι να ζήσει κι αυτός μια ζωή όπως τη ζούσαν οι παλιοί πασάδες. Έχοντας δουλέψει πολύ σκληρά, από πάππου προς πάππου, υπηρετώντας πασάδες και μπέηδες με υπευθυνότητα και συνέπεια, ήρθε η στιγμή να ζήσει τα τελευταία του χρόνια δίνοντας ο ίδιος διαταγές και απολαμβάνοντας τις υπηρεσίες των άλλων όντας αυτός πια αφεντικό. Στην οικογενειακή ιστορία του Αλή αναγνωρίζουμε ένα κομμάτι της τουρκικής κουλτούρας: ο παππούς του, Τζεβχέρ αγάς, ήταν μεν υπηρέτης αλλά στο «περίφημο κονάκι των Ντουρριζαντέ», πασίγνωστο για την πολυτέλεια και την γενναιοδωρία με την οποία φιλοξενούσαν δεκάδες καλεσμένους- θρύλοι συνόδευαν τον αρχικελάρη στο πώς περιποιήθηκε τον ίδιο τον σουλτάνο Μαχμούτ, και αργότερα τον Γαζη Μουσταφά Κεμάλ.
     Βαριά κληρονομιά λοιπόν κουβαλάει στις πλάτες του ο Αλή, που τροφοδοτεί το όνειρό του να εκπαιδεύσει τον γιο του ώστε να είναι πια ο ίδιος αφεντικό. Παρόλο που αγαπούσε τα αφεντικά του ο ίδιος και δεν ένιωθε καμιά δυσαρέσκεια απέναντί τους, έφτασε πια η ώρα να είναι το αφεντικό σε μια έπαυλη, να απολαμβάνει σεβασμό.
Λεϋλά -Ρόξυ
     Βλέπουμε λοιπόν ότι οι ιστορικές συγκυρίες, που επέβαλαν τον εκσυγχρονισμό και την προσάρτηση της Τουρκίας στο άρμα του εξευρωπαϊσμού, έχουν αντίκτυπο στα ήθη και στις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ήρωές μας ζυμώνονται και εξελίσσονται μέσα σ’ αυτές τις αντιθέσεις, πολλές φορές συγκρούονται κι άλλες φορές συμφιλιώνονται.
     Ο κύριος άξονας όμως της πλοκής παραμένει η αντίθεση της Λεϋλά με τη Ρόξυ, γιατί εκπροσωπούν τους δύο αντίθετους κόσμους. Η Λεϋλά, παρόλη την ηλικία της διατηρεί μια παρθενική ματιά στον κόσμο που την περιβάλλει και την αιφνιδιάζει (στο παράξενο διαμέρισμα του Τζιχανγκίρ, η Λεϋλά χανούμ γνώρισε τόσους διαφορετικούς ανθρώπους όσους δεν είχε γνωρίσει όλη της τη ζωή/η παρατήρηση του καινούριου κόσμου στον οποίο είχε εισέλθει ήταν η μόνη παρηγοριά της εκείνες τις στενάχωρες μέρες). Παρακολουθούμε με λεπτομέρεια τα αισθήσεις της να αμβλύνονται για να κατανοήσει τις καινούριες αυτές εμπειρίες. Γιατί η Ρόξυ δεν είναι απλώς μια μοντέρνα κοπέλα αλλά τραγουδίστρια χιπ- χοπ, και παρόλο που είναι εξαιρετικά αγενής, διεγείρει το ενδιαφέρον της Λεϋλά (η κοπέλα αυτή δεν έμοιαζε με καμιά από τις γυναίκες που είχε γνωρίσει από τότε που ήταν παιδί)! Καθώς παρακολουθεί τους νέους του συγκροτήματος που κάνουν πρόβα στο διαμέρισμα, νιώθει ότι βιώνει «μια μοναδική εμπειρία» (είχαν μια απερίγραπτη ανεξαρτησία, έναν ζεμανφουτισμό στις κινήσεις τους/τους χαρακτήριζε μια ακηδία). Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε τις διαφορές στην εμφάνιση ή στη γλώσσα…
     Απ’ την άλλη η Ρόξυ εντυπωσιάζεται που μια τέτοια, κομψή, περήφανη και αγέρωχη γυναίκα έζησε τόσα χρόνια μόνη της, «χωρίς την ανάγκη κανενός»… Αρχίζει και μαλακώνει απέναντί της καθώς μικρά βήματα προσέγγισης από τη μεριά της Λεϋλά τους φέρνει πιο κοντά. Αποκορύφωμα, η διόρθωση των ακομπανιαμέντων που έκανε η Λεϋλά στο καινούργιο τραγούδι χιπ-χοπ, παίζοντας πιάνο! Ο σεβασμός και η εκτίμηση φτάνουν στο ζενίθ όταν η Ρόξυ συνειδητοποιεί ότι η Λεϋλά ξέρει γλώσσες, επομένως καταλάβαινε τις γερμανικές βρισιές που εκείνη ξεστόμιζε εναντίον της. Η συμπάθεια γίνεται αυμασμός όταν κρυφοκοιτάζει το ημερολόγιο της ηλικιωμένης γυναίκας. Συνειδητοποιεί κάποια στιγμή ότι η απαξίωση που δεχόταν η Λεϋλά λόγω της «μπάσταρδης» καταγωγής της ήταν παρόμοια με τη δική της απαξίωση (το μόνο που ήθελε ήταν σεβασμός, τίποτα άλλο).
     Η Λεϋλά γρήγορα κερδίζει την εμπιστοσύνη και των υπόλοιπων νεαρών, γνωρίζει και καινούργια άτομα από καλλιτεχνικούς κύκλους, και μάλιστα ένας απ’ αυτούς, σκηνοθέτης, την συμβουλεύεται ως «κράμα της κοινωνίας των Οθωμανών και της Νέας Τουρκίας». Η μεταμόρφωση της κοινωνίας με την άφιξη του Κεμάλ είναι το θέμα σπαρταριστών αφηγήσεων από τη Λεϋλά (σαν είδε πόσο ενδιαφέρθηκαν όλοι, σκηνοθέτης και παιδιά, λυπήθηκε κι έλιωσε το μέσα της για τα χρόνια που είχε περάσει χωρίς ούτε έναν άνθρωπο γύρω της). Η καλλιέργειά της καθηλώνει τους ακροατές με βιώματα ξένα για τη νέα γενιά, ενώ για τον αναγνώστη δίνεται η ευκαιρία να επισκοπήσει την νεότερη ιστορία της Τουρκίας από μια εσωτερική ματιά (Λεϋλά, αργότερα σε κάποιον Έλληνα γείτονα: εμείς δεν μπορούμε να ξεδιαλύνουμε την ιστορία με τα διαμορφωμένα από τον εθνικισμό του 19ου αιώνα μυαλά μας).
     Η μοίρα του γιαλιού
     Καθώς λοιπόν εκκρεμεί το αίτημα της Λεϋλά να ανακτήσει το σπίτι της (στον κήπο βέβαια του γιαλιού), οι παραπάνω σχέσεις εξελίσσονται και οι συναισθηματικές εντάσεις αλλάζουν τις δυναμικές –αλλάζει ο Αλή σε σχέση με τον γιο του και τη νύφη του, αλλάζει ο Γιουσούφ που δρα πιο δυναμικά με την στήριξη τώρα της μεταμορφωμένης και λόγω εγκυμοσύνης Ρόξυ, ενώ ο δεσμός της Λεϋλά με τους νεαρούς (και γενικότερα με τον καινούριο, εκσυγχρονισμένο κόσμο) γίνεται πιο βαθύς, πιο ουσιαστικός, γεμάτος τρυφερότητα και ανθρωπιά. Μια τελευταία «πράξη» θα φέρει τη λύση αποκαθιστώντας το αίσθημα δικαίου στον αναγνώστη, και χαρίζοντας γαλήνη στην συμπαθητική πρωταγωνίστριά μας:
     Το περίβλημα της μοναξιάς που είχε πλέξει γύρω της είχε διαρραγεί και κάτι είχε γλιστρήσει μέσα απ’ τη ρωγμή. Δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό το «κάτι». Αντιλαμβανόταν όμως ότι δεν της αρκούσε ο εαυτός της και μόνο. Υπήρχε ένας κόσμος εκεί έξω και η Λεϋλά τον είχε γνωρίσει. Δεν μπορεί πια να είναι όπως τότε που δεν τον γνώριζε.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Η ανέγερση γιαλιών ξεκίνησε από τις ανώτερες τάξεις της Κωνσταντινούπολης (κυρίως στελέχη της Υψηλής Πύλης) στα τέλη του 17ου αιώνα, για να κορυφωθεί το 19ο και να σταματήσει μετά την επικράτηση των Νεοτούρκων. Τα περισσότερα δεν υπάρχουν σήμερα - η φυσική φθορά του ξύλου σε συνδυασμό με σεισμούς, πυρκαγιές και την αδυναμία των ιδιοκτητών τους να τα συντηρήσουν όταν έπεφταν σε δυσμένεια (πράγμα διόλου σπάνιο), οδήγησε πολλά σε κατάρρευση (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CE%AF).